κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28
  29. 29
  30. 30
  31. 31
  32. 32
  33. 33
  34. 34
  35. 35
  36. 36
  37. 37
  38. 38
  39. 39
  40. 40
  41. 41
  42. 42
  43. 43
  44. 44
  45. 45
  46. 46
  47. 47
  48. 48
  49. 49
  50. 50
  51. 51

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Σοφια Σειραχ 31 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Τα πλούτη

1. Η μέριμνα του πλούτου λιώνει το σώμα, κι η έγνοια που τα πλούτη προκαλούν διώχνει τον ύπνο μακριά.

2. Οι έγνοιες της αγρύπνιας ως και τη νύστα διώχνουν, και σαν βαριά αρρώστια τον ύπνο αφαιρούν.

3. Ο πλούσιος κουράζεται για να μαζεύει πλούτη· κι όταν για λίγο σταματά, είναι για ν’ απολαύσει τ’ αγαθά του.

4. Κουράζεται ο φτωχός για μια ζωή στη στέρηση· κι όταν για λίγο σταματά, μέσα στην ένδεια πέφτει.

5. Αυτός που το χρυσάφι αγαπά, την αμαρτία δε θα την αποφύγει· κι αυτός που κυνηγάει το κέρδος, θα διαφθαρεί μ’ αυτό.

6. Πολλοί για το χρυσάφι καταστράφηκαν, ήρθε ο χαμός τους αναπόφευκτος.

7. Παγίδα είναι για κείνους που του παραδίνονται, κι όλοι οι ανόητοι πέφτουν μέσα.

8. Είν’ ευτυχής ο πλούσιος που βρέθηκε άμεμπτος και δεν τρέχει ξοπίσω απ’ το χρυσάφι.

9. Ποιος είν’ αυτός; Να τον καλοτυχίσουμε, γιατί κατόρθωσε ένα πράγμα θαυμαστό, που ως τώρα δεν το πέτυχε κανένας.

10. Ποιος έτσι δοκιμάστηκε και τέλειος βρέθηκε; Μπορεί να ’ναι περήφανος γι’ αυτό. Ποιος που μπορούσε ν’ αμαρτήσει δεν αμάρτησε; ή ν’ απατήσει και δεν το ’κανε;

11. Θα μένουν στεριωμένα τ’ αγαθά του κι όλος ο κόσμος θ’ ανιστορεί τις καλοσύνες του.

Τα γεύματα

12. Σε πλούσιο τραπέζι κάθισες; Μη μείνεις μ’ ανοιχτό το στόμα και μην πεις: «Τι κρίμα που δεν μπορώ όλα αυτά να τα φάω!»

13. Μην ξεχνάς πως είν’ κακό το αχόρταγο το μάτι. Χειρότερο απ’ το μάτι είναι στον κόσμο τίποτα; Γι’ αυτό και πρέπει δάκρυα να χύνει τόσο συχνά.

14. Το χέρι μην απλώνεις σε κάτι που ένας άλλος το κοιτά και μη στριμώχνεσαι μ’ αυτόν στο ίδιο πιάτο.

15. Νιώθε το διπλανό σου κρίνοντας από εσέ τον ίδιο, και για το καθετί να σκέφτεσαι.

16. Να τρως σαν άνθρωπος ευγενικός ό,τι βάζουν μπροστά σου και λαίμαργα να μη μασάς, να μη σε σιχαθούν.

17. Από καλή ανατροφή πρώτος να σταματάς και να μην είσαι αχόρταγος, μήπως και σε προσβάλουν.

18. Αν σε πολλούς ανάμεσα κάθισες στο τραπέζι, πριν απ’ τους άλλους μην απλώσεις το χέρι σου.

19. Πόσο το λίγο είν’ αρκετό για κείνον που έχει αγωγή! Όταν θα πέσει στο κρεβάτι δεν θα βαριανασαίνει!

20. Ο υγιεινός ο ύπνος θέλει στομάχι ελαφρό. Σηκώνεται κανείς πρωί κι αισθάνεται ευδιάθετος· ενώ τον λαίμαργο τον βασανίζει αγρύπνια, ναυτία και πόνοι κολικοί.

21. Αν πιέστηκες να φας παραπολύ, σήκω και πήγαινε μακριά εμετό να κάνεις, και θ’ ανακουφιστείς.

22. Παιδί μου, άκουσέ με, μη με περιφρονήσεις· αργότερα τα λόγια μου θα καταλάβεις· να είσαι μετρημένος σε ό,τι κάνεις κι αρρώστια καμιά δε θα σε βρει.

23. Το γενναιόδωρο οικοδεσπότη τον παινεύουν όλοι οι άνθρωποι και για το λόγο αυτό γίνεται ξακουστός.

24. Το σφιχτοχέρη οικοδεσπότη, αντίθετα, τον κατακρίνουν όλοι στην πόλη, και έχουν δίκιο.

Το κρασί

25. Μην κάνεις το παλικάρι στο κρασί, γιατί πολλά έχει το κρασί ρημάξει παλικάρια.

26. Μες στο καμίνι δοκιμάζεται το ατσάλι, που έχει ριχτεί πυρακτωμένο στο νερό· το ίδιο και με το κρασί: οι χαρακτήρες δοκιμάζονται όταν φιλονικούν οι εγωιστές.

27. Όταν με μέτρο πίνουν οι άνθρωποι κρασί, ζωή τούς δίνει· τι είναι η ζωή για κείνον που κρασί δε γεύεται; Το κρασί φτιάχτηκε για των ανθρώπων τη χαρά.

28. Αναγαλλιάζει η καρδιά κι ευφραίνεται η ψυχή απ’ το κρασί, όταν πίνεται στην ώρα του και με μέτρο.

29. Αλλά πικραίνεται η ψυχή όταν το κρασί πίνεται υπέρμετρα· φέρνει ερεθισμό και κλονισμό στο βήμα.

30. Αυξάνει το μεθύσι του ανόητου το θυμό, ως το σημείο να τον καταστρέψει· τη δύναμή του λιγοστεύει, του φέρνει συμφορές.

31. Σ’ ένα συμπόσιο με κρασί μην αποπάρεις το συνδαιτυμόνα σου, μην τον περιγελάσεις στο κέφι όταν θα ’ρθεί· μην του πεις λόγια που μπορεί να τον προσβάλουν, μην τον στενοχωρείς πιέζοντάς τον να σου ξοφλήσει ό,τι σου χρωστά.