κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γ΄ Μακκαβαιων 5 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Σχέδιο για την εξόντωση των Ιουδαίων

1. Τότε ο βασιλιάς, γεμάτος οργή και πίκρα, αποφασισμένος για όλα, κάλεσε τον Έρμωνα, που είχε τη φροντίδα των πολεμικών ελεφάντων

2. και τον διέταξε την άλλη μέρα να ποτίσει με πολλές χούφτες λιβάνι και άφθονο ανόθευτο κρασί όλους τους ελέφαντες, περί τους πεντακόσιους, και εξαγριωμένους από τη μεγάλη δόση του μείγματος να τους οδηγήσουν μέσα στον ιππόδρομο για να ποδοπατήσουν τους Ιουδαίους.

3. Ο ίδιος, αφού έδωσε τις διαταγές, επιδόθηκε στο φαγοπότι συγκεντρώνοντας γύρω του τους καλύτερους φίλους του και όσους από το στρατό ήταν εχθροί των Ιουδαίων.

4. Παράλληλα ο Έρμωνας, με μεγάλη επιμέλεια φρόντιζε να εκτελεστεί η διαταγή.

5. Οι στρατιώτες που θα υλοποιούσαν τη διαταγή βγήκαν το βράδυ και έδεναν τα χέρια των δυστυχισμένων Ιουδαίων και φρόντιζαν να τους φυλάνε καλά όλη τη νύχτα· πίστευαν ότι το έθνος των Ιουδαίων θα καταστρεφόταν με μιας.

6. Αλλά οι Ιουδαίοι, που στα μάτια των εθνικών φαίνονταν εντελώς απροστάτευτοι εξαιτίας των ταλαιπωριών και των δεσμών που τους έζωναν από παντού,

7. έκραξαν όλοι μαζί με ακατάπαυστες φωνές και δάκρυα προς τον παντοκράτορα Κύριο, τον κυρίαρχο κάθε δύναμης, τον πολυεύσπλαχνο Θεό τους και Πατέρα, παρακαλώντας

8. να ματαιώσει την εναντίον τους απόφαση του ασεβή βασιλιά, και με κάποια θαυματουργή του εμφάνιση να τους απαλλάξει από τον άμεσο θάνατο που αντιμετώπιζαν.

9. Η προσευχή τους αυτή ανέβαινε αδιάκοπα στον ουρανό.

10. Ο Έρμωνας πότισε τους άγριους ελέφαντες με μεγάλη δόση κρασί και λιβάνι ώστε να μεθύσουν και παρουσιάστηκε στα ανάκτορα πολύ πρωί, για να αναφέρει σχετικά στο βασιλιά.

11-12. Ο Κύριος όμως, που από τα παλιά χρόνια χορηγεί σ’ αυτούς που θέλει, νύχτα και μέρα, το ύψιστο αγαθό, δηλαδή τον ύπνο, έδωσε και στο βασιλιά να καταληφθεί από έναν γλυκό και βαθύ ύπνο κι έτσι απέτυχε πλήρως στο παράνομο σχέδιό του και αποπροσανατολίστηκε τελείως η πεισματική σκέψη του.

13. Οι Ιουδαίοι αφού διέφυγαν το θάνατο την ώρα που είχε οριστεί, δοξολογούσαν τον άγιο και σπλαχνικό Θεό τους που είχε δείξει στα υπερήφανα έθνη την ακαταμάχητη δύναμή του.

14. Τη δέκατη ώρα περίπου, αυτός που είχε ορισθεί για τις προσκλήσεις, βλέποντας τους καλεσμένους συγκεντρωμένους, στο στάδιο, πλησίασε και σκούντησε το βασιλιά να σηκωθεί.

15-16. Τον ξύπνησε με δυσκολία και τον πληροφόρησε ότι ο χρόνος για το συμπόσιο είχε πια περάσει. Ο βασιλιάς συλλογίστηκε όλες τις εξηγήσεις που του έδωσε ο υπεύθυνος, αλλά μετά άρχισε πάλι να πίνει και διέταξε τους καλεσμένους να καθίσουν μαζί του.

17. Όταν κάθισαν όλοι, τους πρότρεπε να απολαύσουν το πλούσιο φαγητό και να διασκεδάσουν, αφού συμμετείχαν σ’ ένα τόσο τιμητικό γι’ αυτούς συμπόσιο.

18. Κι ενώ η διασκέδαση προχωρούσε, ο βασιλιάς κάλεσε τον Έρμωνα και απειλώντας τον αυστηρά ζητούσε να μάθει για ποιο λόγο είχε αφήσει τους Ιουδαίους εκείνη την ημέρα να ζουν.

19. Αυτός του εξήγησε ότι η διαταγή του είχε κιόλας από τη νύχτα εκτελεστεί και του το επιβεβαίωσαν και οι φίλοι του.

20. Τότε ο βασιλιάς έδειξε μεγαλύτερη σκληρότητα από τον Φάλαρι και είπε: «Αυτό οι Ιουδαίοι το χρωστούν στο σημερινό μου ύπνο. Ετοίμασε όμως χωρίς αναβολή κατά τον ίδιο τρόπο τους ελέφαντες, για να εξοντώσουν την επόμενη μέρα τους ανυπότακτους αυτούς Ιουδαίους».

21. Ο βασιλιάς έδωσε τις διαταγές του και όλοι όσοι ήταν παρόντες συμφώνησαν πρόθυμα με ενθουσιασμό και πήγε καθένας σπίτι του.

22. Τη νύχτα εκείνη αντί να κοιμηθούν, πήγαν και χλεύαζαν με διάφορους τρόπους τους έγκλειστους Ιουδαίους, που τους θεωρούσαν δυστυχείς.

23. Με το λάλημα του πετεινού το πρωί, ο Έρμωνας είχε ετοιμάσει τους ελέφαντες και τους οδηγούσε στον ιππόδρομο,

24. και τα πλήθη των κατοίκων της πόλης είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί περιμένοντας με ανυπομονησία να δουν το φοβερό θέαμα.

25. Οι Ιουδαίοι όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή κι ενώ ψυχομαχούσαν, προσεύχονταν στο μεγάλο Θεό με πολλά δάκρυα και πένθιμα άσματα με τα χέρια υψωμένα στο Θεό, να στείλει πάλι γρήγορα τη βοήθειά του.

26. Κι ενώ ακόμα δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, κι ο βασιλιάς υποδεχόταν τους φίλους του, παρουσιάστηκε ο Έρμωνας και τον παρακαλούσε να βγει, υπενθυμίζοντας ότι η διαταγή του θα έπρεπε να εκτελεστεί αμέσως.

27. Ο βασιλιάς άρχισε να καταλαβαίνει αλλά απόρησε για την ασυνήθιστη κινητοποίηση, γιατί τα είχε ξεχάσει όλα· και ζητούσε να μάθει για τι πράγμα επρόκειτο, που είχε γίνει με τόση βιασύνη.

28. Αυτό όμως ήταν ενέργεια του κυρίαρχου Θεού, ο οποίος έκανε να ξεχάσει ό βασιλιάς τα όσα προηγουμένως ο ίδιος είχε σχεδιάσει εναντίον των Ιουδαίων.

29. Τότε ο Έρμωνας και οι φίλοι του βασιλιά τού ανέφεραν ότι τα θηρία και ο στρατός ήταν έτοιμα, σύμφωνα με τη ζωηρή του επιθυμία.

30. Αυτός όμως κυριεύτηκε από οργή γι’ αυτά που του είπαν, γιατί με τη φροντίδα του Θεού είχε αλλάξει η διάθεσή του. Κοίταξε απειλητικά τον Έρμωνα και του είπε:

31. «Αν εσύ είχες γονείς και παιδιά, αυτοί θα ’πρεπε τώρα να δοθούν πλούσια τροφή στα άγρια θηρία, αντί για τους αθώους αυτούς Ιουδαίους, που απέδειξαν ξεκάθαρα σ’ εμένα και στους προγόνους μου τη μεγάλη και σταθερή τους αφοσίωση.

32. Και πραγματικά, αν δεν σε συμπαθούσα, γιατί μεγαλώσαμε μαζί, κι αν δεν μου είχες προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τώρα θα πέθαινες εσύ στη θέση αυτών των Ιουδαίων».

33. Έτσι ο Έρμωνας δοκίμασε ξαφνική και σοβαρότατη απειλή· θόλωσαν τα μάτια του και άλλαξε η όψη του.

34. Επίσης και όλοι οι φίλοι του βασιλιά έφευγαν στενοχωρημένοι ο ένας μετά τον άλλο και έδιωχναν τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους να πάει καθένας στη δουλειά του.

35. Οι Ιουδαίοι, όταν άκουσαν πώς ενήργησε ο βασιλιάς, δόξαζαν τον Κύριο και Θεό, το βασιλιά των βασιλιάδων, που τους έστειλε και αυτή του τη βοήθεια.

36. Ο βασιλιάς, όμως, διοργάνωσε και πάλι με τον ίδιο τρόπο συμπόσιο και πρότρεπε τους συνδαιτυμόνες του να διασκεδάσουν.

37. Κάλεσε και τον Έρμωνα και του είπε απειλητικά: «Πόσες φορές πρέπει να σε διατάξω, πανάθλιε, γι’ αυτούς τους Ιουδαίους;

38. Τώρα ετοίμασε πάλι τους ελέφαντες για την αυριανή εξόντωση των Ιουδαίων».

Ο βασιλιάς ορκίζεται τελικά να εκτελέσει το σχέδιό του

39. Αυτοί που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια και κάθονταν με το βασιλιά στο τραπέζι, απόρησαν για την άστατη σκέψη του και του είπαν:

40. «Βασιλιά, μέχρι πότε θα μας προκαλείς σαν να είμαστε ανόητοι; Αυτή είναι η τρίτη φορά που μας διατάζεις να αφανίσουμε τους Ιουδαίους και όταν φτάνουμε να εκτελέσουμε τη διαταγή, εσύ αλλάζεις γνώμη και τα ακυρώνεις όλα!

41. Με όλα αυτά όμως η πόλη αναστατώνεται από την αναμονή και γεμίζει επαναστατικές συγκεντρώσεις· συχνά μάλιστα κινδυνεύει κι από λεηλασίες».

42. Τότε ο βασιλιάς, που ήταν όμοιος σε όλα με τον Φάλαρι, χωρίς να πολυσκεφτεί ή να λογαριάσει ότι πάλι άλλαζε γνώμη σχετικά με την προστασία των Ιουδαίων, έδωσε έναν όρκο που τελικά θα έμενε ανεκπλήρωτος, ότι αυτός θα στείλει τους Ιουδαίους στον άδη χωρίς αναβολή, αφού τους βασανίσει με τα ποδοπατήματα των θηρίων.

43. Απειλούσε μάλιστα ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Ιουδαίας και θα την ισοπεδώσει ταχύτατα με φωτιά και τσεκούρι· ορκιζόταν επίσης ότι θα παραδώσει στη φωτιά και το ναό, όπου κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, και ότι δε θ’ αφήσει ζωντανό κανέναν απ’ αυτούς που τότε πρόσφεραν εκεί θυσίες.

44. Τότε οι φίλοι του βασιλιά και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, γεμάτοι ενθουσιασμό κι εμπιστοσύνη σ’ αυτόν έφυγαν και διέταξαν το στρατό να καταλάβει τα πιο καίρια μέρη της πόλης για να την προστατεύουν.

45. Ο αρχηγός των ελεφάντων, όπως προείπαμε, είχε φέρει τα θηρία σε κατάσταση μανίας με ένα μίγμα από λιβάνι και κρασί και τα είχε εξοπλίσει με φοβερά φονικά όργανα.

46. Κατά την αυγή, όταν η πόλη είχε κιόλας γεμίσει αναρίθμητα πλήθη που βάδιζαν προς τον ιππόδρομο, μπήκε στο παλάτι και ειδοποίησε το βασιλιά να δώσει διαταγή για την εκτέλεση.

47. Τότε αυτός, φοβερά οργισμένος και με άσπλαχνη καρδιά, όρμησε με όλη του τη δύναμη μαζί με τα θηρία, θέλοντας να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη θλιβερή και μαρτυρική καταστροφή των κρατουμένων.

48. Οι Ιουδαίοι άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και είδαν σκόνη να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την πόλη. Σηκωνόταν από τους ελέφαντες, που έβγαιναν από το μέρος τους και πήγαιναν προς την πύλη, από το στρατό που ακολουθούσε κι από το ποδοβολητό του κόσμου.

49. Τότε κατάλαβαν πως αυτή ήταν η τελευταία κρίσιμη στιγμή της ζωής τους, το τέλος της εξαντλητικής αναμονής. Ξέσπασαν λοιπόν σε θρήνους και κλάματα· φιλούσαν ο ένας τον άλλο αγκαλιάζοντας τους συγγενείς τους και πέφτοντας στο λαιμό τους, οι γονείς στα παιδιά και οι μητέρες στις κόρες. Άλλες γυναίκες είχαν τα μωρά στα στήθη τους και θήλαζαν το τελευταίο τους γάλα.

50. Οι Ιουδαίοι, όμως, θυμήθηκαν τις ευεργεσίες του Θεού προς αυτούς στο παρελθόν, έπεσαν όλοι μαζί κάτω με μια ψυχή· οι γυναίκες απομάκρυναν τα μωρά από τα στήθη τους,

51. κι όλοι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά παρακαλώντας τον κυρίαρχο κάθε δύναμης να τους σπλαχνιστεί, επεμβαίνοντας και πάλι τώρα που βρίσκονταν αντιμέτωποι με το θάνατο.