κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γ΄ Μακκαβαιων 2 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Η προσευχή του αρχιερέα Σίμωνα

1. Τότε ο αρχιερέας Σίμων γονάτισε μπροστά στο ναό, ύψωσε ήρεμα τα χέρια του και είπε αυτή την προσευχή:

2. «Κύριε, Κύριε, βασιλιά του ουρανού και κυρίαρχε όλης της κτίσεως, πανάγιε, μόνε κυρίαρχε, παντοδύναμε, πρόσεξέ μας που βασανιζόμαστε από έναν ασεβή και βέβηλο άνθρωπο, ο οποίος περηφανεύτηκε με αυθάδεια για τη δύναμή του.

3. »Εσύ δημιούργησες και κυβερνάς τα πάντα, είσαι δίκαιος και τιμωρείς αυτούς που ενεργούν με ασέβεια και υπερηφάνεια.

4. Εσύ κατέστρεψες με κατακλυσμό αυτούς που διέπρατταν αδικίες στα παλιά τα χρόνια, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι γίγαντες, που συμπεριφέρονταν με αυθάδεια, στηριγμένοι στη δύναμή τους.

5. Εσύ κατέκαψες με φωτιά και θειάφι τους κατοίκους των Σοδόμων και τους έκανες παράδειγμα για τους μεταγενέστερους, γιατί συμπεριφέρονταν με ασέβεια και είχαν γίνει διαβόητοι για τη διαφθορά τους.

6. Εσύ τιμώρησες με πολλούς και διάφορους τρόπους τον υπερήφανο Φαραώ, που είχε υποδουλώσει τον άγιο λαό σου τον Ισραήλ, και με όλες αυτές τις τιμωρίες τού έδειξες τη μεγάλη δύναμή σου.

7. Αυτόν που καταδίωξε το λαό σου με πολεμικές άμαξες και πολυάριθμο στρατό, τον βούλιαξες στα βάθη της θάλασσας· εκείνους όμως που είχαν εμπιστοσύνη σ’ εσένα, τον κυρίαρχο όλης της κτίσεως, τους πέρασες με ασφάλεια απ’ αυτήν.

8. Ο λαός σου είδε τα έργα σου και δοξολόγησαν εσένα τον παντοδύναμο.

9. »Εσύ, βασιλιά μας, όταν δημιούργησες την απέραντη και απροσμέτρητη γη, εξέλεξες την πόλη αυτή και ξεχώρισες τούτον εδώ τον τόπο για να λατρεύεται το όνομά σου, εσύ που δεν έχεις ανάγκη από τίποτε. Αυτόν τον ναό, όταν τον ολοκλήρωσες, τον τίμησες με τη μεγαλόπρεπη παρουσία σου, για να δοξάζεται το μεγάλο και τιμημένο όνομά σου.

10. Επειδή, λοιπόν, αγαπάς τον ισραηλιτικό λαό, υποσχέθηκες ότι αν τυχόν απομακρυνθούμε από σένα και μας βρουν στενοχώριες και έρθουμε στον τόπο αυτό και προσευχηθούμε, θα ακούσεις την προσευχή μας.

11. Πράγματι, είσαι αξιόπιστος κι αληθινός.

12. Πολλές φορές όταν καταπιέστηκαν οι πρόγονοί μας τους βοήθησες στις θλίψεις τους και τους γλίτωσες από μεγάλους κινδύνους.

13. Και τώρα, άγιε βασιλιά, ταλαιπωρούμαστε από τις πολλές και μεγάλες αμαρτίες μας· έχουμε υποταχθεί στους εχθρούς μας κι έχουμε παραλύσει από την αδυναμία.

14. »Στην κατάπτωσή μας όμως αυτή, ετούτος ο βέβηλος και ασεβής βασιλιάς προσπαθεί να εξευτελίσει αυτόν τον άγιο τόπο, που είναι αφιερωμένος στο ένδοξο όνομά σου εδώ κάτω στη γη·

15. γιατί η κατοικία σου, που είναι ο υπέρτατος ουρανός, είναι απλησίαστη στους ανθρώπους.

16. Επειδή, όμως, ευδόκησες η ένδοξη παρουσία σου να κατοικεί μαζί με τον ισραηλιτικό λαό, γι’ αυτό έχεις αγιάσει τον τόπο αυτό.

17. Μην τιμωρήσεις, λοιπόν, εμάς με την βέβηλη πράξη εκείνων και μην κατακρίνεις εμάς, που αυτοί μολύνουν το ναό, για να μην υπερηφανευθούν οι παράνομοι πάνω στο θυμό τους ούτε να χαρούν, λέγοντας με την αυθάδικη γλώσσα τους:

18. “εμείς καταπατήσαμε τον άγιο ναό, όπως καταπατήσαμε και τους ειδωλολατρικούς ναούς”.

19. »Σβήσε τις αμαρτίες μας και συγχώρησε τα σφάλματά μας και δείξε την αγάπη σου την ώρα αυτή.

20. Ας έρθει να μας βρει γρήγορα το έλεός σου· κάνε να σε δοξολογήσουν οι ταπεινοί και οι συντριμμένοι στην ψυχή, και χάρισέ μας ειρήνη».

Η τιμωρία του Θεού

21. Στο σημείο αυτό, ο παντογνώστης και προαιώνιος, ο πανάγιος Θεός, άκουσε την παράκληση των δικαίων και τιμώρησε το Φιλοπάτορα, ο οποίος με τόση ασέβεια και αυθάδεια περηφανεύτηκε.

22. Τον ταρακούνησε πέρα δώθε σαν καλάμι που το κουνάει ο άνεμος και έπεσε κάτω στο έδαφος αναίσθητος. Παρέλυσαν τα μέλη του χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, χτυπημένος από τη δίκαιη τιμωρία.

23. Μετά απ’ αυτό, όταν οι φίλοι και οι σωματοφύλακές του είδαν τη βαριά τιμωρία που τον χτύπησε, φοβήθηκαν μην πεθάνει· τον έσυραν λοιπόν γρήγορα έξω σαστισμένοι και γεμάτοι τρόμο.

24. Όταν μετά από λίγο ο Φιλοπάτωρ συνήλθε, δεν μετανόησε, παρά την τιμωρία που υπέστη, αλλά αναχώρησε από την Ιερουσαλήμ εκστομίζοντας φοβερές απειλές.

Η αντίδραση του Φιλοπάτορα

25. Φτάνοντας στην Αίγυπτο, ο Φιλοπάτωρ, συνέχισε την κακία του παρασυρμένος από τους συμπότες και τους φίλους του, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, και που δεν είχαν ιδέα από δικαιοσύνη.

26. Δεν αρκέστηκε στις αναρίθμητες ακολασίες του, αλλά έφτασε και σε τέτοιο βαθμό αυθάδειας, ώστε παντού διέδιδε συκοφαντίες εναντίον των Ιουδαίων και πολλοί από τους φίλους του παρασύρονταν από τις διαθέσεις του.

27. Αποφάσισε λοιπόν και δημόσια να κατηγορήσει το έθνος μας. Έστησε μια στήλη πάνω στον πύργο του παλατιού και χάραξε μια επιγραφή που έλεγε:

28. «Όσοι Ιουδαίοι δεν θυσιάζουν σ’ εμένα, δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στους ναούς τους. Να καταγραφούν όμως όλοι οι Ιουδαίοι σε καταλόγους και να γίνουν δούλοι. Κι όσοι αντιδρούν, να συλλαμβάνονται με τη βία και να εκτελούνται.

29. Αυτοί που θα απογράφονται, θα σημαδεύονται στο σώμα τους με πυρακτωμένο σίδερο με το σήμα του θεού Διονύσου, δηλαδή ένα φύλλο κισσού, και θα υποβιβάζονται στην ταπεινή κοινωνική θέση που προαναφέρθηκε».

30. Για να μη γίνει, όμως, μισητός στο σύνολο των Ιουδαίων, πρόσθεσε: «Αν υπάρχουν, ωστόσο, Ιουδαίοι που θέλουν να προσχωρήσουν σ’ εκείνους που έχουν μυηθεί στα μυστήρια, αυτοί θα έχουν το δικαίωμα να εξισώνονται με τους πολίτες της Αλεξάνδρειας».

31. Μερικοί, λοιπόν, που απέφευγαν να πάνε στην πόλη της ευσέβειας, επιπόλαια σκεπτόμενοι υποχώρησαν εύκολα, γιατί πίστεψαν ότι θ’ αποκτήσουν μεγάλη δόξα από την επικοινωνία τους με το βασιλιά.

32. Οι περισσότεροι όμως έμειναν σταθεροί με γενναιότητα και δεν απομακρύνθηκαν από την πίστη τους· πρόσφεραν μάλιστα άφοβα τα χρήματα που είχαν για να ζήσουν, προκειμένου ν’ αποφύγουν την απογραφή.

33. Έλπιζαν ότι στο μεταξύ ο Θεός θα τους βοηθούσε. Εκείνους που απομακρύνονταν τους μισούσαν και τους θεωρούσαν εχθρούς· δεν είχαν καμιά επικοινωνία και κοινωνική σχέση μαζί τους.