κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γ΄ Μακκαβαιων 6 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Η προσευχή του αρχιερέα Ελεάζαρου

1. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος Ελεάζαρος, σπουδαίος άνθρωπος, που προερχόταν από τους ιερείς της υπαίθρου, πολύ ηλικιωμένος και πολύ ενάρετος, σταμάτησε τους άλλους γέροντες που επικαλούνταν γύρω του το Θεό και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια:

2. «Βασιλιά μεγαλοδύναμε, παντοδύναμε, ύψιστε Θεέ Πατέρα, εσύ που κυβερνάς όλη την κτίση με αγάπη,

3. ρίξε τη σπλαχνική ματιά σου στους απογόνους του Αβραάμ, στα παιδιά του αγίου εκείνου Ιακώβ, στο λαό σου, που τον ξεχώρισες για ιδιοκτησία σου, που τώρα είναι ξένος σε ξένη χώρα και εξοντώνεται άδικα.

4. »Εσύ κατέστρεψες το Φαραώ και τις πολλές του άμαξες, ο οποίος ήταν στο παρελθόν κυρίαρχος αυτής εδώ της χώρας, της Αιγύπτου. Είχε κι αυτός αλαζονευτεί με ανάρμοστη αυθάδεια και γλώσσα υβριστική, μαζί με τον περήφανο στρατό του. Εσύ όμως τους έπνιξες στη θάλασσα, σκορπίζοντας το φως της αγάπης σου στο ισραηλιτικό έθνος.

5. »Εσύ, Δέσποτα, σύντριψες το Σενναχηρίμ, το σκληρό εκείνο βασιλιά των Ασσυρίων, που περηφανεύτηκε για τον αναρίθμητο στρατό του και με το δόρυ του είχε υποτάξει όλη τη γη. Αυτός αλαζονεύτηκε κι εναντίον της αγίας σου πόλεως, ξεστομίζοντας βαριά λόγια υπερηφάνειας και αυθάδειας, αλλά εσύ έκανες φανερή σε πολλά έθνη τη δύναμή σου.

6. »Εσύ γλίτωσες στη Βαβυλώνα τους τρεις εκείνους φίλους, που παρέδωσαν θεληματικά τη ζωή τους στη φωτιά, για να μη λατρεύσουν τα είδωλα· δρόσισες τότε το φλογισμένο καμίνι κι ούτε μία τρίχα τους δεν έπαθε το παραμικρό, ενώ κατέκαψες όλους τους εχθρούς τους.

7. »Εσύ έβγαλες από το λάκκο των λεόντων σώο και αβλαβή το Δανιήλ, που τον είχαν ρίξει εκεί μετά από φοβερές συκοφαντίες, για να γίνει τροφή στα θηρία.

8. »Εσύ, Πατέρα μας, άφησες τον Ιωνά να λιώνει στην κοιλιά εκείνου του κήτους, στο βυθό της θάλασσας, και μετά τον παρέδωσες σώο στους συγγενείς του.

9. »Τώρα, λοιπόν, εσύ που αποστρέφεσαι την υπερηφάνεια, πολυεύσπλαχνε προστάτη των πάντων, παρουσιάσου χωρίς καθυστέρηση στους Ισραηλίτες, που πλήττονται από τα μισητά έθνη, τα οποία δε γνωρίζουν το νόμο σου.

10. Αν η ζωή μας βαρύνεται με ασεβείς πράξεις που κάναμε στην περίοδο της αιχμαλωσίας μας, θανάτωσέ μας, εσύ Δέσποτα, με όποιον τρόπο προτιμάς αλλά γλίτωσέ μας τώρα από την εξουσία των εχθρών μας.

11. Ας μη δοξάσουν οι ανόητοι τα είδωλα εξαιτίας της καταστροφής των αγαπημένων σου, λέγοντας ότι ούτε ο Θεός τους δεν τους γλίτωσε.

12. »Πρόσεξέ μας τώρα, αιώνιε, παντοδύναμε και παντοκράτορα! Σπλαχνίσου μας που μας σκοτώνουν άνθρωποι αυθάδεις, ανόητοι και παράνομοι σαν να ήμασταν κοινοί προδότες!

13. Ας φοβηθούν σήμερα, δοξασμένε Θεέ, τα έθνη την ακατανίκητη δύναμη που έχεις να σώζεις το ισραηλιτικό έθνος.

14. Σε παρακαλεί με δάκρυα όλο το πλήθος των νηπίων και οι γονείς τους.

15. Ας αποδειχθεί σε όλα τα έθνη, Κύριε, ότι είσαι μαζί μας και δε μας εγκατέλειψες, αλλά εκπλήρωσες την υπόσχεσή σου, ότι δε θα μας ξεχνούσες ούτε όταν θα ήμασταν αιχμάλωτοι στη χώρα των εχθρών μας».

Η σωτηρία των Ιουδαίων

16. Μόλις τελείωσε ο Ελεάζαρος την προσευχή του, έμπαινε στον ιππόδρομο ο βασιλιάς μαζί με τα θηρία και τον υπερήφανο στρατό του.

17. Όταν το είδαν αυτό οι Ιουδαίοι, φώναξαν δυνατά στον ουρανό, έτσι που αντήχησαν ακόμα και οι γύρω κοιλάδες, και δημιουργήθηκε ακατάσχετος πανικός στον εχθρικό στρατό.

18. Τότε ο υπερένδοξος, ο παντοδύναμος και πιστός Θεός φανέρωσε το άγιο του πρόσωπο. Άνοιξε τις ουράνιες πύλες και κατέβηκαν δύο λαμπροί, φοβεροί στην όψη άγγελοι, οι οποίοι ήταν ορατοί απ’ όλους, εκτός από τους Ιουδαίους.

19. Αυτοί αντιστάθηκαν στον εχθρικό στρατό και τους έδεσαν όλους με γερά δεσμά. Έτσι οι εχθροί καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο.

20. Ακόμα και το βασιλιά τον κατέλαβε φρίκη και ξέχασε τη φοβερή του αυθάδεια.

21. Τα θηρία γύρισαν πίσω και στράφηκαν εναντίον του στρατού, που ακολουθούσε, κι άρχισαν να τον καταπατούν και να τον καταστρέφουν.

22. Έτσι η οργή του βασιλιά μεταβλήθηκε σε λύπη και δάκρυα για όσα είχε σχεδιάσει.

Η μεταστροφή του βασιλιά

23. Όταν, λοιπόν, ο βασιλιάς άκουσε τις κραυγές των στρατιωτών του και τους είδε όλους πεσμένους κάτω ετοιμοθάνατους, δάκρυσε και απειλούσε με οργή τους φίλους του λέγοντας:

24. «Κυβερνάτε άσχημα! Ξεπεράσατε σε σκληρότητα τους τυράννους κι εμένα τον ίδιο, που είμαι ευεργέτης σας. Προσπαθείτε ακόμη να μου αφαιρέσετε την εξουσία και τη ζωή, καταστρώνοντας κρυφά σχέδια που δε συμφέρουν το βασίλειο.

25. Ποιος συγκέντρωσε εδώ όλους αυτούς τους Ιουδαίους, που κάποτε υπερασπίστηκαν με αφοσίωση τα οχυρά της χώρας μας και ποιος τους έσυρε χωρίς λόγο μακριά από τα σπίτια τους;

26. Ποιος βασάνισε παράνομα αυτούς, που από την πρώτη κιόλας στιγμή ενδιαφέρονταν με αγάπη για καθετί που μας αφορούσε, περισσότερο από όλους τους άλλους λαούς και πολλές φορές αντιμετώπισαν τους χειρότερους κινδύνους;

27. »Λύστε, λύστε όλα τα δεσμά που άδικα τους βάλατε! Στείλτε τους ανενόχλητους στα σπίτια τους και ζητήστε τους συγγνώμη για ό,τι έγινε.

28. Απολύστε τα παιδιά του παντοδύναμου, του επουράνιου, του πραγματικού Θεού, που από την εποχή των προγόνων μας μέχρι σήμερα δίνει συνεχώς στις υποθέσεις μας επιτυχία και μεγαλείο».

29. Αφού λοιπόν ο βασιλιάς έδωσε αυτές τις διαταγές έλυσαν τους Ιουδαίους κι αυτοί άρχισαν να δοξολογούν τον άγιο Θεό, το σωτήρα τους, γιατί λίγο πριν είχαν γλιτώσει το θάνατο.

30. Έπειτα, ο βασιλιάς γύρισε στην πόλη, κάλεσε τον αρμόδιο για τα οικονομικά του κράτους και τον διέταξε να χορηγήσει στους Ιουδαίους επί επτά μέρες κρασί και τα υπόλοιπα τρόφιμα για να κάνουν συμπόσιο· έκρινε ότι με πολλή χαρά αυτοί θα γιόρταζαν τη σωτηρία τους στον ίδιο τόπο, όπου παρά λίγο θα πέθαιναν.

31. Έτσι αυτοί, που προηγουμένως είχαν γίνει αντικείμενο εμπαιγμού και είχαν πλησιάσει στον άδη ή μάλλον είχαν αρχίσει να βυθίζονται σ’ αυτόν, αντί να βρουν πικρό και οικτρό θάνατο, τώρα έκαναν συμπόσιο για τη σωτηρία τους σ’ εκείνον τον ίδιο τόπο. Κι ο χώρος που είχε ετοιμαστεί για την καταστροφή τους και για να γίνει ο τάφος τους, διαιρέθηκε σε τμήματα όπου καθισμένοι οι Ιουδαίοι γιόρταζαν με χαρά.

32. Μετά τις πένθιμες μελωδίες των θρήνων άρχισαν να ψάλλουν τον πατροπαράδοτο ύμνο, δοξολογώντας το σωτήρα και θαυματουργό Θεό. Ξέχασαν τους θρήνους και τις κραυγές και χόρευαν χαρούμενους χορούς, σημάδι ειρηνικής ζωής.

33. Το ίδιο κι ο βασιλιάς, παρέθεσε μεγάλο συμπόσιο γι’ αυτά τα γεγονότα και συνέχεια δοξολογούσε με μεγαλόπρεπες εκδηλώσεις το Θεό για τη σωτηρία του, που με τόσο θαυμαστό τρόπο την είχε προσφέρει στους Ιουδαίους.

34. Εκείνοι που προηγουμένως πίστευαν ότι οι Ιουδαίοι θα καταστραφούν και θα γίνουν τροφή για τα όρνεα, και που με χαιρεκακία τούς είχαν απογράψει, άρχισαν τώρα να παραπονιούνται, γιατί είχαν καταντροπιαστεί και η φοβερή θρασύτητά τους είχε σβήσει τόσο άδοξα.

35. Οι Ιουδαίοι όμως, όπως είπαμε προηγουμένως, έστησαν χορούς και περνούσαν χαρούμενοι τον καιρό τους γιορτάζοντας με ευχαριστίες και ψαλμωδίες.

36. Επιπλέον εξέδωσαν και επίσημο σχετικό νόμο παντοτινό, για όλους όσοι έμεναν προσωρινά εκεί, τις ημέρες που προαναφέρθηκαν. Όρισαν να γιορτάζουν το γεγονός αυτό με πανηγυρισμούς, όχι για να τρώνε και να πίνουν αλλά για να θυμούνται τη σωτηρία που τους χάρισε ο Θεός.

37. Παρακάλεσαν και το βασιλιά να τους αφήσει να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

38. Η απογραφή τους είχε αρχίσει στις εικοσιπέντε του μήνα Παχών και διήρκεσε μέχρι τις τέσσερις του μήνα Επιφί, δηλαδή σαράντα μέρες. Οι εχθροί τους είχαν ορίσει να τους εξοντώσουν από τις πέντε του μήνα Επιφί μέχρι τις εφτά, δηλαδή μέσα σε τρεις μέρες.

39. Σ’ αυτό το διάστημα ο κυρίαρχος όλων εκδήλωσε με την παντοδυναμία του την αγάπη του και τους έσωσε όλους μαζί, χωρίς να πάθουν τίποτε.

40. Έτρωγαν και έπιναν απ’ αυτά που τους είχε χορηγήσει ο βασιλιάς μέχρι τις δεκατέσσερις του μήνα, οπότε έκαναν αίτηση για την απελευθέρωσή τους.

41. Ο βασιλιάς συμφώνησε και έγραψε σχετικά μ’ αυτούς στους στρατηγούς κάθε πόλης την ακόλουθη επιστολή, η οποία έδειχνε ξεκάθαρα την καλή του πρόθεση: