κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Μακκαβαιων 7 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ο Δημήτριος Α΄ γίνεται βασιλιάς

1. Το έτος 151 ο Δημήτριος, γιος του Σέλευκου, ξεκίνησε από τη Ρώμη και κατευθύνθηκε με λίγους άντρες σε μια παραθαλάσσια πόλη και αυτοαναγορεύτηκε εκεί βασιλιάς.

2. Καθώς έμπαινε στο ανάκτορο των προγόνων του, ο στρατός συνέλαβε τον Αντίοχο και το Λυσία για να τους φέρουν σ’ αυτόν.

3. Αυτός όταν το έμαθε είπε: «Ούτε να τους δω δεν θέλω».

4. Ο στρατός τούς σκότωσε επιτόπου κι έτσι ο Δημήτριος κατέλαβε το θρόνο.

5. Τότε ήρθαν σ’ αυτόν όλοι οι άπιστοι και ασεβείς Ισραηλίτες με αρχηγό τους τον Άλκιμο, ο οποίος ήθελε να γίνει αρχιερέας.

6. Αυτοί κατηγόρησαν όλους τους άλλους Ιουδαίους στο βασιλιά: «Ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του», του είπαν, «σκότωσαν όλους τους συντρόφους σου, κι εμάς μας έδιωξαν από τη χώρα μας.

7. Στείλε, λοιπόν, έναν έμπιστό σου να πάει και να δει όλη την καταστροφή, που έχει προξενήσει ο Ιούδας στις περιοχές μας και στις βασιλικές κτήσεις κι ας τιμωρήσει τον Ιούδα, τ’ αδέρφια του και όλους τους συνεργάτες τους».

Βακχίδης και Άλκιμος

8. Τότε ο βασιλιάς Δημήτριος διάλεξε το Βακχίδη, έναν από τους ονομαζόμενους φίλους του, που κυβερνούσε στην περιοχή πέρα από τον Ευφράτη ποταμό. Αυτός ήταν άνθρωπος επιφανής στο βασίλειο και έμπιστος του βασιλιά.

9. Μαζί του ο Δημήτριος έστειλε και τον ασεβή Άλκιμο, τον οποίο έκανε αρχιερέα και τον διέταξε να εκδικηθεί τους Ισραηλίτες για το κακό που είχαν κάνει.

10. Έφυγαν, λοιπόν, ο Άλκιμος και ο Βακχίδης και ήρθαν με πολύ στρατό στην Ιουδαία. Ο Βακχίδης έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιούδα και στ’ αδέρφια του, με προτάσεις φιλικές, αλλά δόλιες.

11. Αυτοί δεν πίστεψαν στα λόγια τους, γιατί είδαν ότι είχαν έρθει με πολύ στρατό.

12. Μια ομάδα γραμματέων, όμως, ήρθαν στον Άλκιμο και στο Βακχίδη και ζητούσαν να επιτύχουν δίκαιους όρους.

13. Πρώτοι ήταν οι Ασιδαίοι από τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ζητούσαν να κάνουν ειρήνη μ’ αυτούς.

14. «Ο Άλκιμος», σκέφτηκαν, «που ήρθε εδώ με στρατό, είναι ιερέας, απόγονος του Ααρών και δεν είναι δυνατό να μας κάνει κακό».

15. Μίλησε, λοιπόν, μαζί τους ο Άλκιμος με ειρηνικές διαθέσεις και τους ορκίστηκε ότι δε θα έκανε κακό ούτε σ’ αυτούς ούτε τους φίλους τους.

16. Εκείνοι τον εμπιστεύτηκαν. Μετά όμως συνέλαβε απ’ αυτούς εξήντα άντρες και τους σκότωσε μέσα σε μια μέρα, σύμφωνα με τη γραφή που έλεγε:

17. «Τις σάρκες των αγίων σουκαι το αίμα τους τα σκόρπισαν γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ,κανείς δε βρέθηκε για να τους θάψει».

18. Τότε ο λαός κυριεύτηκε από πανικό και είπαν όλοι: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι ψεύτες και ύπουλοι, αφού παραβίασαν τη συμφωνία μας και τον όρκο που έδωσαν».

19. Ο Βακχίδης αναχώρησε από την Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στη Βηθζαίθ. Έστειλε και συνέλαβε πολλούς από κείνους που είχαν αυτομολήσει μαζί του, καθώς και άλλους Ιουδαίους και τους έριξε σ’ ένα μεγάλο πηγάδι.

20. Έπειτα παρέδωσε τη διοίκηση της Ιουδαίας στον Άλκιμο, του άφησε και στρατό για να τον βοηθάει, κι αυτός γύρισε στο βασιλιά.

21. Ο Άλκιμος τότε άρχισε αγώνα για να γίνει ο ίδιος αρχιερέας.

22. Γύρω του συσπειρώθηκαν όλοι όσοι προξενούσαν αναστάτωση στο λαό. Επικράτησαν στην Ιουδαία και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους Ισραηλίτες.

23. Τότε αντιλήφθηκε ο Ιούδας το κακό που είχε κάνει ο Άλκιμος και η παρέα του στους Ισραηλίτες. Ήταν μεγαλύτερο κι απ’ το κακό που τους είχαν κάνει οι ειδωλολάτρες.

24. Τότε ο Ιούδας βγήκε με το στρατό του σ’ όλη την περιοχή της Ιουδαίας και εκδικήθηκε όσους είχαν αυτομολήσει προς τον Άλκιμο, έτσι που κανείς τους να μην τολμάει πια να εμφανιστεί στη χώρα.

25. Όταν ο Άλκιμος είδε ότι υπερίσχυσε ο Ιούδας και οι άντρες του και ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει, πήγε πίσω στο βασιλιά και τους κατηγόρησε ότι δήθεν είχαν διαπράξει μεγάλα εγκλήματα.

Οριστική ήττα του Νικάνορα

26. Τότε ο βασιλιάς έστειλε το Νικάνορα, έναν από τους φημισμένους άρχοντές του που μισούσε και εχθρευόταν τους Ισραηλίτες, με διαταγή να εξολοθρεύσει το λαό.

27. Πράγματι, ο Νικάνορας ήρθε με πολύ στρατό στην Ιερουσαλήμ και έστειλε στον Ιούδα και τα αδέρφια του, ανθρώπους με ειρηνικές προτάσεις αλλά γεμάτες δολιότητα:

28. «Ας μην κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας», τους έλεγε. «Θα έρθω εγώ με λίγους άνδρες να σας γνωρίσω προσωπικά, με ειρηνικές διαθέσεις».

29. Ήρθε, λοιπόν, στον Ιούδα και αντάλλαξαν τις συνήθεις φιλοφρονήσεις. Οι εχθροί όμως ήταν έτοιμοι να απαγάγουν τον Ιούδα με βία.

30. Όταν όμως έγινε γνωστό στον Ιούδα ότι ο Νικάνορας είχε πάει να τον συναντήσει με δόλο, ο Ιούδας τον φοβήθηκε και δεν ήθελε πια να τον ξαναδεί.

31. Ο Νικάνορας βλέποντας ότι το σχέδιό του αποκαλύφθηκε, βγήκε από την Ιερουσαλήμ για να πολεμήσει τον Ιούδα κοντά στη Χαφαρσαλαμά.

32. Εκεί σκοτώθηκαν από τους άντρες του Νικάνορα περίπου πεντακόσιοι· οι υπόλοιποι κατέφυγαν στην Πόλη Δαβίδ.

33. Έπειτα απ’ αυτά, ο Νικάνορας ανέβηκε στη Σιών. Μερικοί από τους ιερείς κι από τους πρεσβυτέρους του λαού βγήκαν από το ναό για να τον υποδεχτούν φιλικά και να του δείξουν τη θυσία του ολοκαυτώματος, που είχαν προσφέρει υπέρ του βασιλιά.

34. Ο Νικάνορας όμως τους φέρθηκε περιπαικτικά, γελούσε εις βάρος τους, βεβήλωσε τα ιερά τους και τους μίλησε με μεγάλη υπεροψία.

35. Ορκίστηκε με οργή και είπε: «Αν δεν μου παραδοθεί ο Ιούδας και ο στρατός του τώρα, όταν με το καλό ξαναγυρίσω εδώ, αυτόν τον ναό θα τον κάψω». Και βγήκε να φύγει πολύ θυμωμένος.

36. Τότε οι ιερείς μπήκαν στο ναό και στάθηκαν μπροστά στο θυσιαστήριο και στο αγιαστήριο, και με κλάματα στα μάτια είπαν:

37. «Κύριε, εσύ επέλεξες ετούτο τον ναό για να λατρεύεται εδώ το όνομά σου και να είναι τόπος προσευχής και παράκλησης για το λαό σου.

38. Τιμώρησε, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο και το στρατό του και ας σκοτωθούν σε κάποια μάχη. Θυμήσου τις βλασφημίες τους και μην τους επιτρέψεις άλλο να ζήσουν».

39. Ο Νικάνορας βγήκε από την Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στη Βαιθωρών· εκεί ήρθε κι ενώθηκε μαζί του στρατός από τη Συρία.

40. Στο μεταξύ ο Ιούδας, με τρεις χιλιάδες άντρες στρατοπέδευσε στην Ασαδά και προσευχήθηκε:

41. «Κύριε, κάποτε που οι αγγελιοφόροι ενός βασιλιά σε βλασφήμησαν, βγήκε ο άγγελός σου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες απ’ αυτούς.

42. Με τον ίδιο τρόπο σύντριψε εσύ μπροστά μας κι ετούτο ’δω το στράτευμα σήμερα, για να μάθουν οι υπόλοιποι να μη μιλούν προσβλητικά για το ναό σου. Τιμώρησε το Νικάνορα για την ασέβειά του».

43. Στις δέκα τρεις του μήνα Αδάρ τα στρατεύματα συνεπλάκησαν σε πόλεμο και ο στρατός του Νικάνορα εξοντώθηκε. Πρώτος σκοτώθηκε ο ίδιος στη μάχη.

44. Όταν ο στρατός είδε ότι σκοτώθηκε ο Νικάνορας, πέταξαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε φυγή.

45. Οι Ιουδαίοι τους καταδίωξαν επί μία ολόκληρη ημέρα από την Αδασά μέχρι τη Γάζηρα. Σάλπιζαν με τις σάλπιγγες από πίσω τους συνθηματικά,

46. κι από όλα τα γύρω χωριά της Ιουδαίας έβγαιναν άνθρωποι και περικύκλωναν τους εχθρούς που έφευγαν. Τότε αυτοί γύριζαν αναγκαστικά πίσω προς τους Ιουδαίους που τους καταδίωκαν. Έτσι σκοτώθηκαν όλοι στη μάχη εκείνη και δεν επέζησε ούτε ένας.

47. Οι Ιουδαίοι πήραν όλα τα όπλα και άφθονη λεία από τους εχθρούς· έκοψαν το κεφάλι του Νικάνορα και το δεξί του χέρι, που το άπλωνε περήφανα εναντίον τους, και τα έφεραν και τα κρέμασαν κοντά στην Ιερουσαλήμ.

48. Ο λαός ξέσπασε σε πανηγυρισμούς, και ξεχώρισαν την ημέρα εκείνη να είναι μέρα γιορτής.

49. Την όρισαν να γιορτάζεται κάθε χρόνο στις δέκα τρεις του μήνα Αδάρ.

50. Έτσι ησύχασε η Ιουδαία για λίγον καιρό.