κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Τωβιτ 3 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Τότε εγώ λυπήθηκα, έκλαψα και προσευχήθηκα με πόνο:

2. «Δίκαιος είσαι Κύριε», είπα· «όλα τα έργα σου και οι νόμοι σου έλεος είναι και πιστότητα, κι εσύ με κρίση αληθινή και δίκαιη κρίνεις αιώνια.

3. Μη με ξεχάσεις και βοήθησέ με· για τ’ αμαρτήματά μου μη με τιμωρήσεις, ούτε για τα δικά μου και των προγόνων μου τα παραπτώματα, που πράξαμε απέναντί σου,

4. παρακούοντας τις εντολές σου. Γι’ αυτό και στη λεηλασία μάς παρέδωσες και στην αιχμαλωσία και στο θάνατο· εγίναμε ντροπής παράδειγμα σ’ όλα τα έθνη όπου σκορπιστήκαμε.

5. Είναι πολλές, λοιπόν, και δίκαιες οι κρίσεις σου εναντίον μου για τα δικά μου και των προγόνων μου τα αμαρτήματα, γιατί δεν εφαρμόσαμε τις εντολές σου και δε σε ακολουθήσαμε πιστά.

6. Και τώρα, ό,τι σ’ αρέσει κάνε μου· πρόσταξε από μέσα μου να φύγει η ζωογόνος δύναμη, για να πεθάνω και να γίνω χώμα. Καλύτερα είναι να πεθάνω παρά να ζω, γιατί με ψέματα, άδικα με κατηγόρησαν και έχω μεγάλη στενοχώρια· διάταξε λοιπόν ν’ απαλλαγώ πια απ’ τη θλίψη ετούτη στον τόπο τον αιώνιο· και μη με αποστραφείς».

Η μεγάλη στενοχώρια της Σάρρας

7. Την ίδια μέρα στα Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη στην κόρη του Ραγουήλ, τη Σάρρα, να την περιπαίξουν κι αυτήν κάποιες δούλες του πατέρα της,

8. γιατί η Σάρρα είχε παντρευτεί εφτά άντρες, αλλά ο Ασμοδαίος, αυτό το πονηρό πνεύμα, σκότωνε κάθε φορά τον άντρα της πριν πλαγιάσει μαζί της, όπως πλαγιάζει κάθε σύζυγος με τη γυναίκα του. «Δεν καταλαβαίνεις», της έλεγαν, «ότι εσύ πνίγεις τους άντρες σου; Εφτά είχες και δεν πήρες το όνομα κανενός απ’ αυτούς.

9. Γιατί μας παιδεύεις; Αφού πέθαναν, άντε κι εσύ καλύτερα μαζί τους, να μη δούμε ποτέ γιο ή κόρη από σένα».

10. Εκείνη όταν άκουσε αυτά τα λόγια, τόσο πολύ στενοχωρήθηκε, που αποφάσισε να πάει να κρεμαστεί. Ξαφνικά όμως σκέφτηκε: «Είμαι μοναχοπαίδι του πατέρα μου· αν κάνω κάτι τέτοιο θα τον ντροπιάσω, και η μεγάλη θλίψη τώρα στα γεράματα θα τον στείλει στον άδη».

Η Σάρρα προσεύχεται να πεθάνει

11. Η Σάρρα γύρισε προς το παράθυρο και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να ’σαι Κύριε, Θεέ μου, κι ευλογημένο το άγιο και ένδοξο όνομά σου για πάντα· ας σε δοξολογούν όλα τα έργα σου αιώνια!

12. Τώρα, Κύριε, σ’ εσένα στράφηκα για βοήθεια.

13. Πρόσταξέ με να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο για να μην ακούω πια τους χλευασμούς.

14. Εσύ το ξέρεις, Κύριε, πως είμαι αγνή παρθένα,

15. και δεν έχω ντροπιάσει το όνομά μου ούτε το όνομα του πατέρα μου στη χώρα αυτή που έχω εξορισθεί. Είμαι μοναχοκόρη του πατέρα μου· δεν έχει άλλο παιδί να τον κληρονομήσει, ούτε κανένα συγγενή ή αδερφό για να τον παντρευτώ. Δεν υπάρχει πια λόγος να ζω· έχασα και τους εφτά άντρες μου. Αν δεν σου φαίνεται καλό να με αφήσεις να πεθάνω, πρόσταξε τουλάχιστον να ενδιαφερθεί για μένα κάποιος και να με σπλαχνιστεί, για να μην ακούω πια τις κοροϊδίες του κόσμου».

Ο Θεός προετοιμάζει τη σωτηρία

16. Οι προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας εισακούστηκαν από τον ένδοξο και μεγάλο Θεό,