κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Τωβιτ 2 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μου δόθηκε πίσω η γυναίκα μου η Άννα και ο γιος μου ο Τωβίας. Τη γιορτή της Πεντηκοστής, που είναι άγια μέρα, εφτά εβδομάδες μετά το Πάσχα, μου παρέθεσαν πλούσιο γεύμα και κάθισα στο τραπέζι.

2. Εκεί είδα πολλά φαγητά και είπα στο γιο μου: «Πήγαινε και όποιον βρεις από τους συμπατριώτες μας φτωχό, που να είναι ακόμα πιστός στον Κύριο, φέρε τον εδώ, κι εγώ θα σε περιμένω».

3. Όταν γύρισε ο Τωβίας, μου είπε: «Πατέρα, ένας συμπατριώτης μας είναι στραγγαλισμένος και πεταμένος στην αγορά».

4. Τότε εγώ άφησα το φαγητό μου άθικτο κι έτρεξα, πήρα το πτώμα και το έκρυψα σε μια αποθήκη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος.

5. Όταν γύρισα, πλύθηκα κι έφαγα το φαγητό μου στενοχωρημένος.

6. Τότε θυμήθηκα την προφητεία του Αμώς, που έλεγε: «Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες, και όλα τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές», και έκλαψα.

7. Όταν βασίλεψε ο ήλιος, πήγα κι άνοιξα έναν τάφο και έθαψα τον νεκρό.

8. Οι γείτονες με περιγελούσαν κι έλεγαν: «Αυτός τίποτα δε φοβάται πια. Πριν αρκετόν καιρό είχε αναγκαστεί να φύγει για να μην τον σκοτώσουν για την ίδια πράξη· και να τον πάλι, θάβει νεκρούς!»

Βαρύ πλήγμα για τον ευσεβή Τωβίτ

9. Μετά, αφού έθαψα τον νεκρό, γύρισα την ίδια νύχτα και κοιμήθηκα κοντά στον τοίχο της αυλής, γιατί ήμουν μολυσμένος, και άφησα ακάλυπτο το πρόσωπό μου.

10. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν σπουργίτια στον τοίχο· κι όταν για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έπεσαν μέσα τους ζεστές κοτσιλιές των σπουργιτιών και μου δημιούργησαν λευκά στίγματα. Πήγα στους γιατρούς αλλά δεν μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Ο Αχιάχαρος εξακολούθησε να με συντηρεί, μέχρις ότου πήγα στην Ελυμαΐδα.

11. Εκείνο τον καιρό η γυναίκα μου η Άννα έκανε τις γυναικείες δουλειές·

12. έστελνε ό,τι έφτιαχνε σ’ εκείνους που της παράγγελναν κι εκείνοι της έδιναν την αμοιβή της, προσθέτοντας κι ένα κατσίκι.

13. Όταν γύρισε στο σπίτι και το κατσίκι άρχισε να βελάζει, της είπα: «Πού βρέθηκε το κατσίκι; Μήπως είναι κλεμμένο; Δώσ’ το σ’ εκείνους που τους ανήκει, γιατί δεν είναι σωστό να φάμε κάτι κλεμμένο».