Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Μακκαβαιων 3:24-44 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

24. Οι άντρες του τους καταδίωξαν στον κατήφορο που οδηγεί από τη Βαιθωρών στην πεδιάδα. Οκτακόσιοι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι έφυγαν στη χώρα των Φιλισταίων.

25. Έτσι, όλα τα γύρω έθνη άρχισαν να φοβούνται τον Ιούδα και τους αδερφούς του.

26. Η φήμη του Ιούδα έφτασε μέχρι το βασιλιά Αντίοχο, και όλα τα έθνη μιλούσαν για τις μάχες που είχε δώσει.

27. Όταν ο βασιλιάς Αντίοχος έμαθε τι είχε συμβεί, οργίστηκε φοβερά κι έστειλε και συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του κράτους του και συγκρότησε έναν πανίσχυρο στρατό.

28. Άνοιξε το θησαυροφυλάκιό του κι έδωσε στους στρατιώτες του μισθούς για ένα χρόνο και τους διέταξε να είναι έτοιμοι για όπου τους χρειαστεί.

29. Αντιλήφθηκε όμως ότι τα θησαυροφυλάκια είχαν αδειάσει, ενώ οι φόροι της χώρας ήταν μηδαμινοί εξαιτίας του διχασμού και των ζημιών που είχαν προκληθεί επειδή είχαν παραβιαστεί οι νόμοι που ίσχυαν από τους προηγούμενους βασιλιάδες.

30. Φοβήθηκε λοιπόν μήπως δε μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τις δαπάνες ή να δώσει δώρα, όπως είχε δώσει προηγουμένως απλόχερα μια δυο φορές, έτσι ώστε να ξεπερνάει σε γενναιοδωρία τούς πριν απ’ αυτόν βασιλιάδες.

31. Βρισκόταν σε μεγάλο αδιέξοδο και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στην Περσία για να εισπράξει τους φόρους από τις εκεί επαρχίες. Έτσι θα συγκέντρωνε πολύ χρήμα.

32. Στη θέση του άφησε το Λυσία, άνθρωπο ευγενή, που ανήκε στη βασιλική οικογένεια, να επιβλέπει τις υποθέσεις του βασιλείου στην περιοχή από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου,

33. και ν’ ανατρέφει το γιο του τον Αντίοχο, μέχρις ότου ο ίδιος επιστρέψει.

34. Ακόμα του έδωσε το μισό στρατό και τους ελέφαντες· του έδωσε εντολές τι να κάνει μ’ αυτούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ:

35. Τον διάταζε να στείλει εναντίον τους στρατό για να καταστρέψει και να εξαφανίσει κάθε ίχνος τους από τη γη,

36. να φέρει ξένους να κατοικήσουν σ’ όλη τη χώρα τους και να μοιράσει τη γη τους με κλήρο.

37. Ο βασιλιάς ο ίδιος πήρε τον άλλο μισό στρατό και ξεκίνησε από την Αντιόχεια, την πρωτεύουσα, το έτος 147. Διάβηκε τον Ευφράτη και διάβαινε μέσα από τις ορεινές χώρες.

38. Ο Λυσίας διάλεξε τον Πτολεμαίο, γιο του Δορυμένους, το Νικάνορα και το Γοργία, άντρες δυνατούς, από τους “φίλους του βασιλιά”.

39. Μ’ αυτούς έστειλε σαράντα χιλιάδες άντρες πεζούς και εφτά χιλιάδες καβαλάρηδες, για να έρθουν στη χώρα του Ιούδα και να την καταστρέψουν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά.

40. Ξεκίνησαν, λοιπόν, αυτοί με όλο το στρατό τους και ήρθαν και στρατοπέδευσαν κοντά στην Αμμαούς, στην πεδινή περιοχή.

41. Όταν οι έμποροι της περιοχής έμαθαν γι’ αυτόν τον τεράστιο στρατό, πήραν άφθονο ασήμι και χρυσάφι, ακόμα κι αλυσίδες και ήρθαν στο στρατόπεδο να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτες για δούλους. Μαζί τους ήρθε και στρατιωτική δύναμη από την Ιδουμαία και τη Φιλισταία.

42. Ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του κατάλαβαν ότι η κατάσταση γινόταν όλο και πιο κρίσιμη, γιατί ξένες δυνάμεις άρχισαν να συγκεντρώνονται στα σύνορά τους· κατάλαβαν επίσης καλά πως ο βασιλιάς ήταν αυτός που είχε διατάξει να καταστρέψουν το λαό τους και να τους εξοντώσουν ολοκληρωτικά.

43. Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους: «Εμπρός να αποκαταστήσουμε το γόητρο του λαού μας! Να πολεμήσουμε για το λαό μας και για τους ιερούς τόπους μας».

44. Έτσι συγκεντρώθηκαν όλοι για να ετοιμαστούν για πόλεμο και να προσευχηθούν για να ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Μακκαβαιων 3