Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 18:16-32 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

16. Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος στεκότανε ἔξω κοντὰ στὴν πόρτα. Ἐβγῆκε τότε ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἦτο γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπεν εἰς τὴν θυρωρὸν καὶ ἔμπασε τὸν Πέτρον.

17. Λέγει ἡ δούλη ἡ θυρωρὸς εἰς τὸν Πέτρον, «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ;». Ἐκεῖνος εἶπε, «Δὲν εἶμαι».

18. Ἐστέκοντο ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνάψει κάρβουνα γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, διότι ἔκανε κρύο· στεκότανε δὲ μαζί τους καὶ ὁ Πέτρος καὶ ζεσταινότανε.

19. Ὁ ἀρχιερεὺς ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν διὰ τοὺς μαθητάς του καὶ διὰ τὴν διδασκαλίαν του.

20. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ δημοσίᾳ ἐμίλησα εἰς τὸν κόσμον· πάντοτε ἐδίδαξα εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ εἰς τὸν ναόν, ὅπου πάντοτε μαζεύονται οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ εἰς τὰ κρυφὰ δὲν εἶπα τίποτε.

21. Γιατί ἐρωτᾶς ἐμέ; Ἐρώτησε ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν τί τοὺς εἶπα. Αὐτοὶ ξέρουν τί εἶπα».

22. Μόλις εἶπε αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ, ἔδωκε ράπισμα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἔτσι ἀποκρίνεσαι εἰς τὸν ἀρχιερέα;».

23. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν ἐμίλησα κακῶς, μαρτύρησε διὰ τὸ κακόν, ἐὰν δὲ καλῶς, γιατί μὲ κτυπᾶς;».

24. Ὁ Ἄννας τὸν ἔστειλε δεμένον εἰς τὸν Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα.

25. Ὁ δὲ Σίμων Πέτρος στεκότανε καὶ ζεσταινότανε. Τὸν ρωτοῦν, «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του;». Ἐκεῖνος τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Δὲν εἶμαι».

26. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀπέκοψεν ὁ Πέτρος τὸ αὐτί, εἶπε, «Δὲν σὲ εἶδα ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον μαζί του;».

27. Πάλιν τὸ ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος καὶ ἀμέσως ἐλάλησε ἕνας πετεινός.

28. Ἀπὸ τὸν Καϊάφαν ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ κυβερνεῖον. Ἦτο τότε πρωΐ. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὸ κυβερνεῖον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἀλλὰ νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ φάγουν τὸ πάσχα.

29. Ἐβγῆκε τότε ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε, «Ποιάν κατηγορίαν φέρετε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;».

30. Αὐτοὶ τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἴχαμε παραδώσει».

31. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Πάρτε τον σεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον σας δικάστε τον». Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσωμεν κανένα».

32. — Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον εἶπε, διὰ νὰ δηλώσῃ μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ πεθάνῃ. —

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 18