Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Τωβιτ 1:8-19 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

8. Το τρίτο δέκατο το έδινα σ’ εκείνους που το δικαιούνταν, όπως είχε διατάξει η γιαγιά μου η Δεββώρα, μητέρα του πατέρα μου, γιατί είχα μείνει ορφανός από πατέρα.

9. Όταν μεγάλωσα, πήρα γυναίκα την Άννα από τους απογόνους της φυλής μας, και απέκτησα μ’ αυτήν τον Τωβία.

10. Αργότερα οδηγήθηκα αιχμάλωτος στη Νινευή. Εκεί όλοι οι συγγενείς μου και όλοι όσοι ανήκαν στη φυλή μου τρέφονταν με τις ίδιες τροφές που τρέφονταν και οι ειδωλολάτρες.

11. Εγώ όμως συγκρατήθηκα και δεν έφαγα απ’ αυτές.

12. Επειδή ήμουν πιστός στο Θεό μ’ όλη μου την καρδιά,

13. ο Ύψιστος με αξίωσε να κερδίσω την εύνοια και την εκτίμηση του βασιλιά Ενεμεσσάρου, ο οποίος και με διόρισε προμηθευτή του.

14. Έτσι ταξίδευα συχνά στη Μηδία για προμήθειες και κάποτε που πήγα στους Ράγους της Μηδίας, άφησα στο Γαβαήλο, αδερφό του Γαβρία, δέκα τάλαντα ασήμι για λογαριασμό μου.

15. Όταν πέθανε ο Ενεμεσσάρος, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Σενναχηρίμ. Σύντομα όμως οι δρόμοι της Μηδίας έγιναν επικίνδυνοι κι έτσι δεν μπορούσα πια να πάω στη Μηδία.

16. Την εποχή όμως του Ενεμεσσάρου έκανα πολλές αγαθοεργίες προς τους συμπατριώτες μου Ισραηλίτες.

17. Μοιραζόμουν το φαγητό μου με τους πεινασμένους κι έδινα τα ρούχα μου στους φτωχούς· κι αν έβλεπα κανέναν από τους συμπατριώτες μου να έχει πεθάνει και να τον έχουν ρίξει έξω από τα τείχη της Νινευή, τον έθαβα.

18. Επίσης έθαβα κρυφά όποιον σκότωνε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ –γιατί πολλούς είχε σκοτώσει πάνω στο θυμό του– όταν επέστρεφε φεύγοντας από την Ιουδαία. Ο βασιλιάς αναζητούσε τα πτώματα, αλλά δεν τα εύρισκε.

19. Κάποιος όμως από τους κατοίκους της Νινευή πήγε στο βασιλιά και του φανέρωσε ότι εγώ τους έθαβα· τότε πήγα και κρύφτηκα. Κι επειδή κατάλαβα ότι με καταζητούσαν για να με σκοτώσουν, φοβήθηκα και έφυγα από τη χώρα.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Τωβιτ 1