Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιουδιθ 10:7-14 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

7. Εκείνοι όταν είδαν την Ιουδίθ να έχει αλλάξει την εμφάνισή της και την ενδυμασία της θαμπώθηκαν από την ομορφιά της και της είπαν:

8. «Ο Θεός των προγόνων μας να σε βοηθήσει να πετύχεις στο σχέδιό σου. Να δοξαστεί ο λαός του Ισραήλ και να γίνει ξακουστή η Ιερουσαλήμ!»

9. Τότε εκείνη προσκύνησε το Θεό και τους είπε: «Δώστε διαταγή να μου ανοίξουν την πύλη για να πάω να πραγματοποιήσω αυτά που συζητήσαμε μαζί». Εκείνοι διάταξαν τους φύλακες ν’ ανοίξουν την πύλη

10. και βγήκε η Ιουδίθ με τη δούλη της. Οι άντρες την παρατηρούσαν ώσπου κατέβηκε το βουνό. Μετά πέρασε την κοιλάδα και χάθηκε από τα μάτια τους.

11. Καθώς οι δυο γυναίκες βάδιζαν στην κοιλάδα, τις συνάντησε η εμπροσθοφυλακή των Ασσυρίων.

12. Αμέσως τις συνέλαβαν και ρώτησαν την Ιουδίθ: «Σε ποιους ανήκεις, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;» Εκείνη απάντησε: «Εβραία είμαι, αλλά έφυγα απ’ αυτούς, γιατί ο Θεός θα τους παραδώσει σ’ εσάς να τους καταστρέψετε.

13. Θέλω να συναντήσω τον Ολοφέρνη, τον αρχιστράτηγό σας, για να του ανακοινώσω κάποιο σπουδαίο μήνυμα. Θα του δείξω εγώ έναν τρόπο να κυριέψει όλη την περιοχή χωρίς να χάσει ούτε έναν από τους άντρες του».

14. Όταν οι στρατιώτες άκουσαν τα λόγια της και είδαν την ομορφιά της, της είπαν:

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιουδιθ 10