κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιουδιθ 10 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Η Ιουδίθ πηγαίνει στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη

1. Όταν η Ιουδίθ τελείωσε την προσευχή της στο Θεό του Ισραήλ,

2. σηκώθηκε από το έδαφος και κάλεσε τη δούλη της να κατέβει μαζί της στο σπίτι, όπου έμενε μόνο τα Σάββατα και τις γιορτές.

3. Έβγαλε τα πένθιμα και τα φορέματα της χηρείας της, έκανε ένα μπάνιο κι άλειψε το σώμα της με πολύτιμα μυρωδικά. Χτένισε τα μαλλιά της και τα στόλισε με μια κορδέλα κι έβαλε τα γιορτινά της φορέματα, που τα φορούσε τον καιρό που ζούσε ο άντρας της ο Μανασσής.

4. Φόρεσε τα σανδάλια της κι όλα τα κοσμήματά της: περιδέραια, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια. Στολίστηκε τόσο πολύ, που όσοι άντρες θα την έβλεπαν να θαμπώνονται.

5. Έδωσε στη δούλη της ένα ασκί με κρασί κι ένα δοχείο λάδι· γέμισε ένα σακούλι με κριθαρόψωμο, σύκα και καθαρό ψωμί, τα τύλιξε όλα σ’ ένα σεντόνι και τα φόρτωσε κι αυτά στην πλάτη της δούλης της.

6. Βγήκαν από το σπίτι και έφτασαν στην πύλη της Βαιτυλούα. Εκεί βρήκαν να κάθεται ο Οζίας και οι πρεσβύτεροι της πόλης Χαβρίν και Χαρμίν.

7. Εκείνοι όταν είδαν την Ιουδίθ να έχει αλλάξει την εμφάνισή της και την ενδυμασία της θαμπώθηκαν από την ομορφιά της και της είπαν:

8. «Ο Θεός των προγόνων μας να σε βοηθήσει να πετύχεις στο σχέδιό σου. Να δοξαστεί ο λαός του Ισραήλ και να γίνει ξακουστή η Ιερουσαλήμ!»

9. Τότε εκείνη προσκύνησε το Θεό και τους είπε: «Δώστε διαταγή να μου ανοίξουν την πύλη για να πάω να πραγματοποιήσω αυτά που συζητήσαμε μαζί». Εκείνοι διάταξαν τους φύλακες ν’ ανοίξουν την πύλη

10. και βγήκε η Ιουδίθ με τη δούλη της. Οι άντρες την παρατηρούσαν ώσπου κατέβηκε το βουνό. Μετά πέρασε την κοιλάδα και χάθηκε από τα μάτια τους.

11. Καθώς οι δυο γυναίκες βάδιζαν στην κοιλάδα, τις συνάντησε η εμπροσθοφυλακή των Ασσυρίων.

12. Αμέσως τις συνέλαβαν και ρώτησαν την Ιουδίθ: «Σε ποιους ανήκεις, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;» Εκείνη απάντησε: «Εβραία είμαι, αλλά έφυγα απ’ αυτούς, γιατί ο Θεός θα τους παραδώσει σ’ εσάς να τους καταστρέψετε.

13. Θέλω να συναντήσω τον Ολοφέρνη, τον αρχιστράτηγό σας, για να του ανακοινώσω κάποιο σπουδαίο μήνυμα. Θα του δείξω εγώ έναν τρόπο να κυριέψει όλη την περιοχή χωρίς να χάσει ούτε έναν από τους άντρες του».

14. Όταν οι στρατιώτες άκουσαν τα λόγια της και είδαν την ομορφιά της, της είπαν:

15. «Θα σωθείς τώρα που κατέφυγες στο στρατηγό μας. Να πας αμέσως στη σκηνή του. Μερικοί από μας θα σε συνοδέψουν και θα σε παρουσιάσουν σ’ αυτόν.

16. Όταν όμως σταθείς μπροστά του μην ταραχτείς. Πες του αυτά που είπες και σ’ εμάς και θα σου φερθεί με καλοσύνη».

17. Μετά τους διέθεσαν για σωματοφυλακή εκατό άντρες και οδήγησαν τις δυο γυναίκες στο αρχηγείο του Ολοφέρνη.

18. Σ’ όλο το στρατόπεδο, από σκηνή σε σκηνή, κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε έρθει η Ιουδίθ. Έτσι, όσο χρόνο αυτή περίμενε έξω από το αρχηγείο του Ολοφέρνη να την αναγγείλουν, μαζεύτηκαν γύρω της πολλοί Ασσύριοι στρατιώτες.

19. Καθώς θαύμαζαν την ομορφιά της άρχισαν ν’ αναρωτιούνται τι άνθρωποι θα ’πρεπε να είναι αυτοί οι Ισραηλίτες: «Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ένα λαό που έχει τέτοιες γυναίκες!» έλεγαν. «Κανείς τους δεν πρέπει να μας γλιτώσει, γιατί όσοι ξεφύγουν θα είναι ικανοί να πλανέψουν με την ομορφιά τους όλο τον κόσμο».

20. Κάποτε ήρθαν έξω οι σωματοφύλακες και οι υπηρέτες του Ολοφέρνη και οδήγησαν την Ιουδίθ μέσα στο αρχηγείο.

21. Ο Ολοφέρνης ξεκουραζόταν στο κρεβάτι του κάτω από μια κουνουπιέρα, υφασμένη από πορφύρα κι από νήματα χρυσού και στολισμένη με σμαράγδια κι άλλα πολύτιμα πετράδια.

22. Του ανήγγειλαν την Ιουδίθ κι εκείνος βγήκε μέχρι τον προθάλαμο της σκηνής, ενώ προπορεύονταν ασημένιες λαμπάδες.

23. Όταν όμως η Ιουδίθ εμφανίστηκε μπροστά σ’ αυτόν και τους υπηρέτες του, όλοι γοητεύτηκαν από την ομορφιά της. Εκείνη έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε, αλλά οι δούλοι του Ολοφέρνη τη σήκωσαν.