Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γ΄ Μακκαβαιων 1:5-20 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

5. Έτσι, κατά τη συμπλοκή οι εχθροί του Πτολεμαίου σκοτώθηκαν και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν.

6. Αφού ο Πτολεμαίος έγινε κύριος της καταστάσεως, αποφάσισε να επισκεφθεί τις γύρω πόλεις για να τους τονώσει το ηθικό.

7. Μ’ αυτή του την πράξη και μοιράζοντας δώρα στους ναούς, έδωσε θάρρος στους υπηκόους του.

8. Τότε οι Ιουδαίοι έστειλαν σ’ αυτόν άντρες από τη γερουσία και τους γεροντότερους για να τον χαιρετίσουν, να του φέρουν δώρα και να τον συγχαρούν για όσα είχαν γίνει. Εκείνος προθυμοποιήθηκε να τους επισκεφθεί το γρηγορότερο.

9. Ήρθε στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να θυσιάσει στον ύψιστο Θεό και να τον ευχαριστήσει και κατά κάποιον τρόπο να κάνει ό,τι όφειλε στον ιερό εκείνον τόπο. Όταν ήρθε και στο ναό, έμεινε κατάπληκτος από την ωραιότητά του κι από τη φροντίδα που καταβαλλόταν εκεί.

10. Θαύμασε την τάξη του ναού και θέλησε να μπει κιόλας στο ενδότερο τμήμα του.

11. Οι Ιουδαίοι τού εξήγησαν ότι αυτό δεν έπρεπε να γίνει, γιατί ούτε στους λαϊκούς Ιουδαίους επιτρεπόταν να μπουν στο ναό ούτε καν στους ιερείς, παρά μόνο στον επικεφαλής τους, τον αρχιερέα, και σ’ αυτόν μία φορά το χρόνο. Ο Πτολεμαίος όμως με κανέναν τρόπο δεν τους άκουγε.

12. Μολονότι μάλιστα διαβάστηκε μπροστά του ο νόμος, ούτε τότε παραιτήθηκε από την αξίωσή του να μπει στο ναό, και τους είπε: «Κι αν όλοι αυτοί στερήθηκαν τούτη την τιμή, εγώ δεν πρέπει να τη στερηθώ».

13. Τότε ρώτησε να μάθει για ποιο λόγο, όταν έμπαινε σ’ όλους τους άλλους ναούς, κανείς από τους παρευρισκομένους δεν τον εμπόδιζε.

14. Και κάποιος απερίσκεπτα και για να κάνει επίδειξη, απάντησε: «Και αυτό κακώς γινόταν».

15. Μετά απ’ αυτό, είπε για κάποιο λόγο ο βασιλιάς: «Εγώ θα μπω, είτε το θέλουν αυτοί είτε όχι».

16. Οι ιερείς με τις στολές τους είχαν γονατίσει και παρακαλούσαν τον ύψιστο Θεό να τους βοηθήσει στην κατάσταση που βρίσκονταν, και ν’ αποτρέψει το βασιλιά, ο οποίος επιχειρούσε την ασεβή αυτή πράξη· κι ο ναός αντηχούσε από τους θρήνους τους.

17. Τότε όσοι είχαν απομείνει στην πόλη ταράχτηκαν κι έτρεξαν προς τα ’κει, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι παράξενο συνέβαινε.

18. Οι κοπέλες που ήταν κλεισμένες στα δωμάτιά τους μαζί με τις μανάδες τους, έτρεχαν έξω κι έβαζαν χώμα στα μαλλιά τους και οι πλατείες της πόλης βούιζαν από τους θρήνους και τους στεναγμούς τους.

19. Οι ντροπαλές νεόνυμφες άφηναν κι αυτές τους νυφικούς θαλάμους όπου έμεναν και χωρίς καμιά συστολή έτρεχαν από κάθε κατεύθυνση μέσα στην πόλη.

20. Οι μανάδες και οι τροφοί άφηναν εδώ κι εκεί τα βρέφη τους, άλλες στα σπίτια κι άλλες στους δρόμους, και συγκεντρώνονταν κατευθείαν στον περίλαμπρο ναό.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γ΄ Μακκαβαιων 1