Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Μακκαβαιων 1:23-35 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

23. Επίσης πήρε το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη, καθώς και τους κρυμμένους θησαυρούς που βρήκε.

24. Αφού τα πήρε όλα γύρισε περήφανος στη χώρα του αφήνοντας πίσω του αναρίθμητους νεκρούς.

25. Μεγάλο πένθος κήρυξανσ’ ολόκληρη τη χώρα οι Ισραηλίτες.

26. Βογγούν θρηνώντας οι άρχοντεςκαι του λαού οι πρεσβύτεροι·έφυγε κάθε δύναμη από τα νιάτα του λαού,χάθηκε η ομορφιά των γυναικών.

27. Θρηνήσαν οι γαμπροίκαι πένθησαν οι νύφες στα νυφικά δωμάτια.

28. Όλη η χώρα συγκλονίστηκε απ’ το πένθος των κατοίκων της·βυθίστηκαν μες στην ντροπή οι Ισραηλίτες.

29. Δύο χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς Αντίοχος έστειλε έναν αξιωματούχο του για να εισπράξει τους φόρους από τις πόλεις του Ιούδα. Αυτός ήρθε στην Ιερουσαλήμ με πολυάριθμο στρατό

30. και μίλησε στο λαό της ειρηνικά αλλά με δόλο. Ο λαός τού έδειξε εμπιστοσύνη. Τότε αυτός επετέθη στην πόλη αιφνιδιαστικά, της επέφερε σκληρότατο χτύπημα και θανάτωσε πολλούς Ισραηλίτες.

31. Λαφυραγώγησε την πόλη, την πυρπόλησε και γκρέμισε τα σπίτια της και τα τείχη της.

32. Οι στρατιώτες αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα κτήνη.

33. Μετά απ’ αυτά οχύρωσαν την Πόλη Δαβίδ με μεγάλο και ισχυρό τείχος με οχυρωμένους πύργους και τη χρησιμοποιούσαν για ακρόπολη.

34. Εκεί έβαλαν να κατοικήσει ένα αμαρτωλό έθνος, ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι οχυρώθηκαν στην πόλη.

35. Επίσης αποθήκευσαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Συγκέντρωσαν στο φρούριο όλα τα λάφυρα της Ιερουσαλήμ κι έτσι το οχυρό έγινε μεγάλη απειλή για την πόλη.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Μακκαβαιων 1