Οἱ ἰθαγενεῖς μᾶς φέρθηκαν μὲ ἀσυνήθη εὐγένειαν. Μᾶς πῆραν ὅλους κοντὰ σὲ μιὰ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ βρέχῃ καὶ ἔκανε κρῦο.