κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28

Καινή Διαθήκη

Πραξεισ Αποστολων 28 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

Ὁ Παῦλος εἰς Μελίτην

1. Ὅταν ἐσωθήκαμε, τότε ἐμάθαμε ὅτι ἡ νῆσος ὀνομάζεται Μελίτη.

2. Οἱ ἰθαγενεῖς μᾶς φέρθηκαν μὲ ἀσυνήθη εὐγένειαν. Μᾶς πῆραν ὅλους κοντὰ σὲ μιὰ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ βρέχῃ καὶ ἔκανε κρῦο.

3. Ὁ Παῦλος ἐμάζεψε ἀρκετὰ φρύγανα καὶ τὰ ἔβαλε στὴν φωτιὰ καὶ τότε ἐβγῆκε μιὰ ἔχιδνα ἕνεκα τῆς θερμότητος καὶ ἐκρεμάσθηκε ἀπὸ τὸ χέρι του.

4. Ὅταν οἱ ἰθαγενεῖς εἶδαν τὸ φίδι νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἐξάπαντος φονηὰς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀφοῦ ἐνῷ ἐξέφυγε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἡ θεία δίκη δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήσῃ».

5. Ἀλλ᾽ ὁ Παῦλος ἐτίναξε τὸ φίδι στὴν φωτιὰ καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε.

6. Ἐκεῖνοι ἐπερίμεναν νὰ πρησθῇ ἢ νὰ πέσῃ ἔξαφνα νεκρός, ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἐπερίμεναν πολλὴν ὥραν χωρὶς νὰ ἰδοῦν νὰ τοῦ συμβῇ κανένα κακό, ἄλλαξαν γνώμην καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι θεός.

7. Γύρω ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὑπῆρχαν κτήματα ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸν πρῶτον τοῦ νησιοῦ ποὺ ὠνομάζετο Πόπλιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδέχθηκε καὶ μᾶς ἐφιλοξένησε φιλόφρονα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες.

8. Συνέβη δὲ νὰ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ποπλίου κατάκοιτος ἀπὸ πυρετοὺς καὶ δυσεντερίαν. Ὁ Παῦλος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐθεράπευσε.

9. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτό, καὶ οἱ λοιποὶ εἰς τὸ νησί, ποὺ ἦσαν ἄρρωστοι, ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθεραπεύοντο,

10. μᾶς ἐτίμησαν δὲ μὲ πολλὰς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, καὶ ὅταν ἐφύγαμε μᾶς ἔδωκαν καὶ τὰ ἀναγκαῖα τρόφιμα.

Συνεχίζεται τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Ρώμην

11. Μετὰ τρεῖς μῆνας ἀναχωρήσαμεν μὲ πλοῖον Ἀλεξανδρινόν, τὸ ὁποῖον εἶχε παραχειμάσει εἰς τὸ νησὶ καὶ εἶχε γιὰ σῆμα τοὺς Διοσκούρους.

12. Προσεγγίσαμεν εἰς τὰς Συρακούσας καὶ ἐμείναμεν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρες.

13. Ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ περιήλθομεν τὴν νῆσον, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Ρήγιον. Μετὰ μίαν ἡμέραν ἔπνευσε νότιος ἄνεμος καὶ ἤλθαμεν εἰς Ποτιόλους ἐντὸς δύο ἡμερῶν.

14. Ἐκεῖ εὑρήκαμε ἀδελφοὺς καὶ μᾶς παρεκάλεσαν νὰ μείνωμεν ἑπτὰ ἡμέρες μαζί τους. Καὶ ἔτσι ἤλθαμεν εἰς τὴν Ρώμην.

15. Οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, ὅταν ἄκουσαν γιὰ μᾶς, ἦλθαν μέχρι τοῦ Ἀππίου Φόρου καὶ τῶν Τριῶν Ταβερνῶν διὰ νὰ μᾶς προϋπαντήσουν καὶ ὅταν ὁ Παῦλος τοὺς εἶδε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔλαβε θάρρος.

16. Ὅταν ἐμπήκαμε εἰς τὴν Ρώμην, ὁ ἑκατόνταρχος παρέδωκε τοὺς φυλακισμένους εἰς τὸν στρατοπεδάρχην, ἀλλ᾽ εἰς τὸν Παῦλον ἐπετράπη νὰ μένῃ μόνος του μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτην ποὺ τὸν ἐφύλαγε.

Ὁ Παῦλος συζητεῖ μὲ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Ρώμης

17. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας, ὁ Παῦλος προσκάλεσε τοὺς προύχοντας ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους· καὶ ὅταν ἐμαζεύθηκαν τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ποὺ δὲν ἔκανα τίποτε ἐναντίον τοῦ λαοῦ μας ἢ τῶν πατρικῶν ἐθίμων, παραδόθηκα δέσμιος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὰ χέρια τῶν Ρωμαίων,

18. οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ μὲ ἀνέκριναν, ἤθελαν νὰ μὲ ἀπολύσουν, διότι δὲν ὑπῆρχε σ᾽ ἐμὲ τίποτε ἄξιον θανάτου.

19. Ἀλλ᾽ οἱ Ἰουδαῖοι ἔφεραν ἀντιρρήσεις καὶ ἀναγκάσθηκα νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Καίσαρα· ὄχι διότι εἶχα νὰ κατηγορήσω γιὰ τίποτε τὸ ἔθνος μου.

20. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐζήτησα νὰ σᾶς ἰδῶ καὶ νὰ σᾶς μιλήσω, διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ εἶμαι δεμένος μὲ τὴν ἁλυσίδα αὐτήν».

21. Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν, «Ἐμεῖς οὔτε ἐπιστολὰς ἐπήραμεν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, οὔτε ἦλθε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐκθέσῃ ἢ νὰ πῇ τίποτε κακὸ γιὰ σένα.

22. Ἀλλ᾽ ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἀκούσωμεν ἀπὸ σένα ποιά εἶναι τὰ φρονήματά σου· διότι διὰ τὴν θρησκευτικὴν αὐτὴν αἵρεσιν γνωρίζομεν ὅτι παντοῦ κατηγορεῖται».

23. Ἀφοῦ δὲ τοῦ ὥρισαν ἡμέραν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν πολλοὶ ἐκεῖ ποὺ ἔμενε, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνέπτυσσε τὸ θέμα, δίδων μαρτυρίαν διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθῶν νὰ τοὺς ἀποδείξῃ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ τοὺς Προφήτας. Αὐτὸ ἐγίνετο ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ.

24. Καὶ μερικοὶ μὲν ἐπείθοντο ἀπὸ ὅσα ἐλέγοντο, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἐπίστευαν.

25. Ἐπειδὴ διαφωνοῦσαν μεταξύ τους, ἔφυγαν, ἀφοῦ ὁ Παῦλος τοὺς εἶπε ἕνα λόγον: «Πόσον ὀρθὰ ἐμίλησε τὸ Πεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου εἰς τοὺς πατέρας μας,

26. ὅταν εἶπε: Πήγαινε εἰς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ πές: Θὰ ἀκοῦτε καλά, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ καταλάβετε καὶ θὰ κυττάζετε καλὰ ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἰδῆτε.

27. Διότι ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ βαρειὰ ἀκούουν μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, μὴ τυχὸν ἰδοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ καὶ καταλάβουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μετανοήσουν καὶ ἐγὼ τοὺς θεραπεύσω.

28. Ἂς εἶναι λοιπὸν γνωστὸν σ᾽ ἐσᾶς ὅτι εἰς τὰ ἔθνη ἀπεστάλη ἡ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ θὰ ἀκούσουν».

29. [Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶχαν μεγάλην συζήτησιν μεταξύ τους].

Ἐπίλογος

30. Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος ὁλόκληρην διετίαν σὲ δικό του μισθωμένο σπίτι καὶ ἐδέχετο ὅλους ποὺ ἐπήγαιναν σ᾽ αὐτὸν