Καινή Διαθήκη

Πραξεισ Αποστολων 28:13-27 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

13. Ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ περιήλθομεν τὴν νῆσον, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Ρήγιον. Μετὰ μίαν ἡμέραν ἔπνευσε νότιος ἄνεμος καὶ ἤλθαμεν εἰς Ποτιόλους ἐντὸς δύο ἡμερῶν.

14. Ἐκεῖ εὑρήκαμε ἀδελφοὺς καὶ μᾶς παρεκάλεσαν νὰ μείνωμεν ἑπτὰ ἡμέρες μαζί τους. Καὶ ἔτσι ἤλθαμεν εἰς τὴν Ρώμην.

15. Οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, ὅταν ἄκουσαν γιὰ μᾶς, ἦλθαν μέχρι τοῦ Ἀππίου Φόρου καὶ τῶν Τριῶν Ταβερνῶν διὰ νὰ μᾶς προϋπαντήσουν καὶ ὅταν ὁ Παῦλος τοὺς εἶδε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔλαβε θάρρος.

16. Ὅταν ἐμπήκαμε εἰς τὴν Ρώμην, ὁ ἑκατόνταρχος παρέδωκε τοὺς φυλακισμένους εἰς τὸν στρατοπεδάρχην, ἀλλ᾽ εἰς τὸν Παῦλον ἐπετράπη νὰ μένῃ μόνος του μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτην ποὺ τὸν ἐφύλαγε.

17. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας, ὁ Παῦλος προσκάλεσε τοὺς προύχοντας ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους· καὶ ὅταν ἐμαζεύθηκαν τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ποὺ δὲν ἔκανα τίποτε ἐναντίον τοῦ λαοῦ μας ἢ τῶν πατρικῶν ἐθίμων, παραδόθηκα δέσμιος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὰ χέρια τῶν Ρωμαίων,

18. οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ μὲ ἀνέκριναν, ἤθελαν νὰ μὲ ἀπολύσουν, διότι δὲν ὑπῆρχε σ᾽ ἐμὲ τίποτε ἄξιον θανάτου.

19. Ἀλλ᾽ οἱ Ἰουδαῖοι ἔφεραν ἀντιρρήσεις καὶ ἀναγκάσθηκα νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Καίσαρα· ὄχι διότι εἶχα νὰ κατηγορήσω γιὰ τίποτε τὸ ἔθνος μου.

20. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐζήτησα νὰ σᾶς ἰδῶ καὶ νὰ σᾶς μιλήσω, διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ εἶμαι δεμένος μὲ τὴν ἁλυσίδα αὐτήν».

21. Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν, «Ἐμεῖς οὔτε ἐπιστολὰς ἐπήραμεν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, οὔτε ἦλθε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐκθέσῃ ἢ νὰ πῇ τίποτε κακὸ γιὰ σένα.

22. Ἀλλ᾽ ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἀκούσωμεν ἀπὸ σένα ποιά εἶναι τὰ φρονήματά σου· διότι διὰ τὴν θρησκευτικὴν αὐτὴν αἵρεσιν γνωρίζομεν ὅτι παντοῦ κατηγορεῖται».

23. Ἀφοῦ δὲ τοῦ ὥρισαν ἡμέραν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν πολλοὶ ἐκεῖ ποὺ ἔμενε, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνέπτυσσε τὸ θέμα, δίδων μαρτυρίαν διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθῶν νὰ τοὺς ἀποδείξῃ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ τοὺς Προφήτας. Αὐτὸ ἐγίνετο ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ.

24. Καὶ μερικοὶ μὲν ἐπείθοντο ἀπὸ ὅσα ἐλέγοντο, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἐπίστευαν.

25. Ἐπειδὴ διαφωνοῦσαν μεταξύ τους, ἔφυγαν, ἀφοῦ ὁ Παῦλος τοὺς εἶπε ἕνα λόγον: «Πόσον ὀρθὰ ἐμίλησε τὸ Πεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου εἰς τοὺς πατέρας μας,

26. ὅταν εἶπε: Πήγαινε εἰς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ πές: Θὰ ἀκοῦτε καλά, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ καταλάβετε καὶ θὰ κυττάζετε καλὰ ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἰδῆτε.

27. Διότι ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ βαρειὰ ἀκούουν μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, μὴ τυχὸν ἰδοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ καὶ καταλάβουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μετανοήσουν καὶ ἐγὼ τοὺς θεραπεύσω.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Πραξεισ Αποστολων 28