κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28

Καινή Διαθήκη

Κατα Ματθαιον 20 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

Ἡ παραβολὴ τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος

1. «Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἄνθρωπον οἰκοδεσπότην, ὁ ὁποῖος μόλις ἐξημέρωσε, ἐπῆγε νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του.

2. Ἀφοῦ δὲ συμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον τὴν ἡμέραν, τοὺς ἔστειλε στὸ ἀμπέλι του.

3. Καὶ ὅταν ἐβγῆκε περὶ τὴν τρίτην ὥραν, εἶδε ἄλλους νὰ στέκωνται εἰς τὴν ἀγορὰν χωρὶς δουλειά.

4. Καὶ εἰς ἐκείνους εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ σεῖς στὸ ἀμπέλι καὶ ὅ,τι εἶναι σωστὸ θὰ σᾶς δώσω».

5. Ἐπῆγαν καὶ ἐκεῖνοι. Πάλιν ὅταν ἐβγῆκε κατὰ τὴν ἕκτην καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, ἔκανε τὸ ἴδιο.

6. Ὅταν ἐβγῆκε κατὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, εὑρῆκε ἄλλους νὰ στέκωνται χωρὶς δουλειὰ καὶ τοὺς λέγει, «Γιατί στέκεσθε ἐδῶ ὅλην τὴν ἡμέραν χωρὶς δουλειά;».

7. Λέγουν εἰς αὐτόν, «Διότι κανένας δὲν μᾶς ἐμίσθωσε». Καὶ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Πηγαίνετε καὶ σεῖς στὸ ἀμπέλι καὶ θὰ πάρετε ὅ,τι εἶναι σωστό».

8. Ὅταν ἐβράδυασε λέγει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ εἰς τὸν ἐπίτροπόν του, «Φώναξε τοὺς ἐργάτας καὶ δῶσέ τους τὸ ἡμερομίσθιον, ἀφοῦ ἀρχίσῃς ἀπὸ τοὺς τελευταίους μέχρι τῶν πρώτων».

9. Ὅταν ἦλθαν ἐκεῖνοι, ποὺ τοὺς προσέλαβε κατὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, ἐπῆραν ἀπὸ ἕνα δηνάριον.

10. Ὅταν ἦλθαν οἱ πρῶτοι, ἐνόμισαν ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα, ἀλλ᾽ ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριον.

11. Καὶ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου

12. καὶ ἔλεγαν, «Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἐργάσθηκαν μίαν ὥραν καὶ τοὺς ἔκανες ἴσους μ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐβαστάξαμε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὴν ζέστη».

13. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς, «Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ. Δὲν συμφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον;

14. Πάρε ὅ,τι συμφωνήσαμε καὶ φύγε· ἐγὼ θέλω εἰς τοῦτον τὸν τελευταῖον νὰ δώσω ὅσα καὶ σ᾽ ἐσένα.

15. Δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάνω μὲ τὴν περιουσία μου ὅ,τι θέλω; Ἢ εἶναι πονηρὸ τὸ μάτι σου, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλός;».

16. Ἔτσι οἱ τελευταῖοι θὰ γίνουν πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι. Πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί».

Διὰ τρίτην φορὰν ὁ Ἰησοῦς προλέγει τὸν θάνατόν του

17. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπῆρε ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα καὶ εἰς τὸν δρόμον τοὺς εἶπε,

18. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον.

19. Καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ νὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τὸν σταυρώσουν. Ἀλλὰ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ».

Αἴτησις δι᾽ ἐγκόσμιον δόξαν

20. Τότε τὸν ἐπλησίασε ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς της, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ ἤθελε νὰ τοῦ ζητήσῃ κάτι.

21. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Τί θέλεις;». Αὐτὴ τοῦ λέγει, «Διάταξε νὰ καθήσουν τὰ δύο μου παιδιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερά σου, κατὰ τὴν βασιλείαν σου».

22. Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτῆρι, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ πιῶ; ἢ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ βαπτισθῶ;». Λέγουν εἰς αὐτόν, «Μποροῦμε».

23. Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Τὸ μὲν ποτῆρι μου θὰ τὸ πιῆτε καὶ θὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ βαπτισθῶ, τὸ νὰ σᾶς βάλω ὅμως νὰ καθήσετε εἰς τὰ δεξιά μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ θὰ δοθῇ εἰς ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθῇ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου».

24. Καὶ ὅταν τὸ ἄκουσαν οἱ δέκα, ἀγανάκτησαν ἐναντίον τῶν δύο ἀδελφῶν.

Ὁ ἀληθινὰ μεγάλος

25. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς προσκάλεσε καὶ εἶπε, «Ξέρετε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τὰ καταδυναστεύουν καὶ οἱ μεγάλοι τὰ καταπιέζουν.

26. Αὐτὸ δὲν θὰ γίνεται μεταξύ σας, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ γίνῃ μεταξύ σας μεγάλος, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας,

27. καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, αὐτὸς θὰ εἶναι δοῦλος σας,

28. ὅπως ἀκριβῶς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον διὰ πολλούς».

29. Καὶ ὅταν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, τὸν ἀκολούθησε κόσμος πολύς.

Δύο τυφλοὶ ἀναβλέπουν

30. Δύο τυφλοί, ποὺ ἐκάθοντο κοντὰ εἰς τὸν δρόμον, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνᾷ, ἐφώναξαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ».

31. Ὁ κόσμος τοὺς ἐπέπληττε διὰ νὰ σιωπήσουν. Αὐτοὶ ὅμως δυνατώτερα ἐφώναζαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ».

32. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε, τοὺς ἐφώναξε καὶ τοὺς εἶπε, «Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;».

33. Λέγουν εἰς αὐτόν, «Κύριε, νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας».

34. Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ βλέπουν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.