Καινή Διαθήκη

Κατα Ματθαιον 18:12-29 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

12. «Τί νομίζετε; Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔχῃ ἑκατὸ πρόβατα καὶ χαθῇ ἕνα ἀπὸ αὐτά, δὲν θὰ ἀφήσῃ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τὰ βουνὰ καὶ θὰ τρέξῃ νὰ ζητήσῃ τὸ χαμένο;

13. Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ τὸ βρῇ, σᾶς βεβαιῶ χαίρει περισσότερον γι᾽ αὐτὸ παρὰ γιὰ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν χαθῆ.

14. Κατὰ παρόμοιον τρόπον, δὲν εἶναι θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα σας, νὰ χαθῇ ἕνας ἀπὸ τούτους τοὺς μικρούς».

15. «Ἐὰν ὁ ἀδελφός σου ἁμαρτήσῃ, πήγαινε καὶ ἔλεγξέ τον, ὅταν θὰ εἶσθε οἱ δύο σας μόνοι. Ἐὰν σὲ ἀκούσῃ, τότε ἐκέρδισες τὸν ἀδελφόν σου.

16. Ἐὰν δὲν σὲ ἀκούσῃ, τότε πάρε μαζί σου ἀκόμη ἕνα ἢ δύο, διὰ νὰ πιστοποιηθῇ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ τὸ στόμα δύο ἢ τριῶν μαρτύρων.

17. Ἐὰν ὅμως δὲν τοὺς ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸ πῇς εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐὰν δὲ καὶ τὴν ἐκκλησίαν δὲν ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸν θεωρῇς ὡς ἐθνικὸν ἢ τελώνην.

18. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα δέσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ὅσα λύσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένα εἰς τὸν οὐρανόν».

19. «Ἐπίσης σᾶς λέγω, ὅτι ἐὰν δύο ἀπὸ σᾶς, εἰς τὴν γῆν, συμφωνήσουν νὰ ζητήσουν οἱονδήποτε πρᾶγμα, θὰ τοὺς γίνῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν ἐπουράνιον.

20. Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους».

21. Τότε ἐπλησίασε ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Κύριε, πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσω τὸν ἀδελφόν μου, ἐὰν ἐξακολουθῇ νὰ μοῦ κάνῃ κακόν; Ἕως ἑπτὰ φορές;».

22. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν σοῦ λέγω ἕως ἑπτὰ φορὲς ἀλλὰ ἕως ἑβδομῆντα φορὲς τὸ ἑπτά.

23. Διὰ τοῦτο μοιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του.

24. Ὅταν δὲ ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα.

25. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ τὰ πληρώσῃ, διέταξε ὁ κύριός του νὰ πωληθῇ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ ἐπιστραφοῦν τὰ ὀφειλόμενα.

26. Τότε ἔπεσε ὁ δοῦλος εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ ἔλεγε, «Κύριε, κάνε ὑπομονὴ καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω».

27. Καὶ ὁ κύριος τοῦ δούλου τὸν σπλαγχνίσθηκε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερον καὶ τοῦ ἐχάρισε τὸ χρέος.

28. Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου ὅσα χρωστᾶς».

29. Ὁ δὲ σύνδουλός του ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγων, «Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ματθαιον 18