41. Ἔβγαιναν δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Καὶ τὰ ἐπέπληττε καὶ δὲν τὰ ἄφηνε νὰ μιλοῦν, διότι ἤξεραν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
42. Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε εἰς ἔρημον τόπον· καὶ τὰ πλήθη τὸν ἀναζητοῦσαν καὶ ὅταν ἦλθαν ἐκεῖ ποὺ ἦτο τὸν ἐκρατοῦσαν, διὰ νὰ μὴ φύγῃ.
43. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Πρέπει νὰ φέρω τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὰς ἄλλας πόλεις, διότι δι᾽αὐτὸν τὸν σκοπὸν εἶμαι σταλμένος».
44. Καὶ ἐκήρυττε εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Ἰουδαίας.