Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε εἰς ἔρημον τόπον· καὶ τὰ πλήθη τὸν ἀναζητοῦσαν καὶ ὅταν ἦλθαν ἐκεῖ ποὺ ἦτο τὸν ἐκρατοῦσαν, διὰ νὰ μὴ φύγῃ.