Καινή Διαθήκη

Κατα Λουκαν 12:3-21 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

3. Διὰ τοῦτο ὅσα ἔχετε πῆ εἰς τὸ σκοτάδι, θὰ ἀκουσθοῦν εἰς τὸ φῶς, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἴπατε εἰς τὸ αὐτί, εἰς ἰδιαίτερα δωμάτια, θὰ διαλαληθῇ ἀπὸ τὶς ταράτσες».

4. «Λέγω δὲ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς φίλους μου, Μὴ φοβηθῆτε ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὸ σῶμα ἀλλὰ ἔπειτα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε περισσότερον.

5. Θὰ σᾶς ὑποδείξω δὲ ποιόν πρέπει νὰ φοβηθῆτε· νὰ φοβηθῆτε ἐκεῖνον ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸν φόνον ἔχει ἐξουσίαν νὰ σᾶς ρίξῃ εἰς τὴν γέενναν· ναί, σᾶς λέγω, αὐτὸν νὰ φοβηθῆτε.

6. Δὲν πωλοῦνται πέντε σπουργίτια δύο δεκάρες; Καὶ ὅμως κανένα ἀπ᾽ αὐτὰ δὲν εἶναι λησμονημένον ἀπὸ τὸν Θεόν.

7. Ὅσον ἀφορᾷ ἐσᾶς καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες μετρημένες. Μὴ φοβᾶσθε λοιπόν. Σεῖς ἀξίζετε περισσότερον ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια.

8. Σᾶς λέγω: Τὸν καθένα ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὸν ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.

9. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ μὲ ἀπαρνηθῇ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀπαρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.

10. Ὅποιος θὰ πῇ λόγον ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγχωρηθῇ· ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ θὰ βλασφημήσῃ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν θὰ συγχωρηθῇ.

11. Ὅταν σᾶς ὁδηγήσουν εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ εἰς τὰς ἐξουσίας, μὴ φροντίσετε μὲ ποιόν τρόπον καὶ τί θὰ ἀπολογηθῆτε ἢ τί θὰ πῆτε,

12. διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ σᾶς διδάξῃ κατ᾽ αὐτὴν τὴν ὥραν ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ πῆτε».

13. Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, πὲς εἰς τὸν ἀδελφόν μου νὰ μοιρασθῇ μαζί μου τὴν κληρονομίαν».

14. Αὐτὸς ἀπήντησε, «Ἄνθρωπε, ποιός μὲ διώρισε δικαστήν σας ἢ μεριστήν;».

15. Ὕστερα εἶπε εἰς τὸ πλῆθος, «Προσέχετε καὶ φυλαχθῆτε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας, διότι καὶ ἂν ἔχῃ κανεὶς ἀφθονίαν, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωήν».

16. Τοὺς εἶπε δὲ τὴν ἑξῆς παραβολήν. «Ἑνὸς ἀνθρώπου πλουσίου τὰ χωράφια ἔφεραν ἐσοδείαν μεγάλην

17. καὶ ἐσκέπτετο μέσα του, «Τί νὰ κάνω, ἐπειδὴ δὲν ἔχω ποῦ νὰ συγκεντρώσω τοὺς καρπούς μου;»

18. καὶ εἶπε, «Αὐτὸ θὰ κάνω: θὰ κατεδαφίσω τὶς ἀποθήκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,

19. καὶ θὰ πῶ εἰς τὴν ψυχήν μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, γιὰ πολλὰ χρόνια· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».

20. Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ εἶπε, «Ἀνόητε, αὐτὴν τὴν νύχτα ζητοῦν ἀπὸ σὲ τὴν ψυχήν σου. Ἐκεῖνα δὲ ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θὰ τὰ πάρῃ;».

21. Αὐτὰ παθαίνει ἐκεῖνος ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν φροντίζει νὰ γίνῃ πλούσιος ὡς πρὸς τὸν Θεόν».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Λουκαν 12