Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 20:7-18 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

7. ἀλλὰ τὸ μαντῆλι, ποὺ εἶχε εἰς τὴν κεφαλήν του, δὲν εὑρίσκετο μαζὶ μὲ τὰ σεντόνια ἀλλὰ χωριστά, τυλιγμένο σὲ μιὰ μεριά.

8. Τότε ἐμπῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει πρῶτος εἰς τὸ μνῆμα, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστεψε,

9. — διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη ἐννοήσει τὴν γραφὴν ὅτι πρέπει ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.

10. Οἱ μαθηταὶ τότε ἐπῆγαν πάλιν στὸ σπίτι τους.

11. Ἀλλ᾽ ἡ Μαρία στεκότανε κοντὰ στὸ μνῆμα ἔξω καὶ ἔκλαιε. Ἐνῷ δὲ ἔκλαιε, ἔσκυψε στὸ μνῆμα

12. καὶ βλέπει δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα νὰ κάθωνται μέσα, ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

13. Καὶ τῆς λέγουν ἐκεῖνοι, «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς;». Αὐτὴ ἀπήντησε, «Διότι ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν».

14. Ὅταν εἶπε αὐτά, ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω καὶ εἶδε νὰ στέκεται ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι ἦτο αὐτός.

15. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς; Ποιόν ζητᾶς;». Ἐκείνη, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός, τοῦ λέγει, «Κύριε, ἐὰν σὺ τὸν ἐπῆρες, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες καὶ ἐγὼ θὰ τὸν σηκώσω».

16. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Μαρία!». Ἐκείνη ἔστρεψε καὶ τοῦ λέγει, «Ραββουνί!» τὸ ὁποῖον σημαίνει: Διδάσκαλε.

17. Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Μὴ μὲ ἐγγίζῃς, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη εἰς τὸν Πατέρα μου. Πήγαινε ὅμως εἰς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους, «Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα σας καὶ Θεόν μου καὶ Θεόν σας».

18. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε εἰς τοὺς μαθητὰς ὅτι εἶδε τὸν Κύριον καὶ τί τῆς εἶπε.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 20