Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 19:22-40 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

22. Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος, «Ὅ,τι ἔγραψα, ἔγραψα».

23. Οἱ στρατιῶται, ὅταν ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἐπῆραν τὰ ἐνδύματά του καὶ τὰ ἐχώρισαν σὲ τέσσερα μερίδια, ἕνα μερίδιον γιὰ κάθε στρατιώτην, καὶ τὸν χιτῶνα· ὁ δὲ χιτὼν δὲν εἶχε ραφήν, ἦτο ὑφαντὸς ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω.

24. Εἶπαν λοιπὸν μεταξύ τους, «Ἂς μὴ τὸν σχίσωμε ἀλλ᾽ ἂς βάλωμε δι᾽ αὐτὸν κλῆρον τίνος θὰ πέσῃ» — διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφὴ ποὺ λέγει, Ἐμοίρασαν τὰ ἐνδύματά μου μεταξύ τους καὶ διὰ τὸν ἱματισμόν μου ἔρριξαν κλῆρον. Αὐτὰ ἔκαναν οἱ στρατιῶται.

25. Κοντὰ εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἐστέκοντο ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ Μαρία ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.

26. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν μητέρα του καὶ τὸν μαθητὴν ποὺ ἀγαποῦσε, νὰ στέκεται κοντά της, εἶπε εἰς τὴν μητέρα του, «Γυναῖκα, νά ὁ υἱός σου».

27. Ἔπειτα εἶπε εἰς τὸν μαθητήν, «Νά ἡ μητέρα σου». Καὶ ἀπ᾽ ἐκείνην τὴν ὥραν τὴν ἐπῆρε ὁ μαθητὴς στὸ σπίτι του.

28. Ὕστερα, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὅλα ἔχουν ἤδη ἐκτελεσθῆ, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ σὲ ὅλα ἡ γραφή, λέγει, «Διψῶ».

29. Ἐκεῖ εὑρίσκετο δοχεῖον γεμᾶτο ξύδι. Οἱ στρατιῶται ἐγέμισαν ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι, τὸ ἔβαλαν εἰς ἕνα κοντάρι καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὸ στόμα του.

30. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸ ξύδι, εἶπε, «Τετέλεσται», καὶ ἀφοῦ ἔγειρε τὸ κεφάλι, παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

31. Ἐπειδὴ ἦτο ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς καὶ διὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ σώματα εἰς τὸν σταυρὸν κατὰ τὸ Σάββατον — διότι ἦτο μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου — οἱ Ἰουδαῖοι παρεκάλεσαν τὸν Πιλᾶτον νὰ συντριβοῦν τὰ σκέλη των καὶ νὰ κατεβάσουν τὰ σώματα.

32. Ἦλθαν λοιπὸν οἱ στρατιῶται καὶ τοῦ μὲν πρώτου συνέτριψαν τὰ σκέλη ὡς καὶ τοῦ ἄλλου ποὺ εἶχε σταυρωθῆ μαζί του.

33. Ἀλλ᾽ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ δὲν συνέτριψαν τὰ σκέλη του,

34. ἀλλ᾽ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ἐκέντησε μὲ τὴν λόγχην τὴν πλευράν του καὶ ἀμέσως ἐβγῆκε αἷμα καὶ νερό.

35. — Ἐκεῖνος ποὺ τὸ εἶδε ἔχει δώσει μαρτυρίαν γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία του, καὶ ξέρει ὅτι λέγει τὴν ἀλήθεια διὰ νὰ πιστέψετε καὶ σεῖς —.

36. Διότι αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφή, Κόκκαλό του δὲν θὰ συντριβῇ,

37. καὶ πάλιν, ἄλλη γραφὴ λέγει, Θὰ ἀτενίσουν ἐκεῖνον ποὺ ἐκέντησαν.

38. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν καὶ ἦτο μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ κρυφὸς διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, παρεκάλεσε τὸν Πιλᾶτον νὰ τοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πάρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Πιλᾶτος τὸ ἐπέτρεψε. Ἦλθε λοιπὸν καὶ ἐπῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

39. Ἦλθεν ἐπίσης καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει νύχτα τὴν πρώτην φορὰν εἰς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἔφερε μῖγμα ἀπὸ σμύρναν καὶ ἀλόην, περίπου ἑκατὸ λίτρες.

40. Ἐπῆραν λοιπὸν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ περιτύλιξαν μὲ τὰ σεντόνια, ὅπως ἦτο συνήθεια εἰς τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἐνταφιάζουν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 19