1. Όταν ήρθαν στα Εκβάτανα και πλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ, η Σάρρα τους προϋπάντησε και τους χαιρέτησε. Αυτοί την αντιχαιρέτησαν κι εκείνη τους πέρασε στο σπίτι.
2. Ο Ραγουήλ είπε στη γυναίκα του την Έδνα: «Κοίτα πόσο μοιάζει αυτός ο νέος με τον ανιψιό μου τον Τωβίτ!»
3. Μετά τους ρώτησε: «Από πού είστε, συμπατριώτες;» Αυτοί του απάντησαν: «Είμαστε από τους απογόνους του Νεφθαλίμ, που είναι αιχμάλωτοι στη Νινευή».
4. «Γνωρίζετε τον Τωβίτ, το συγγενή μας;» τους ρώτησε. Εκείνοι απάντησαν: «Τον γνωρίζουμε».
5. «Είναι καλά;» τους είπε.«Ζει και είναι καλά», απάντησαν. Και ο Τωβίας είπε: «Ο Τωβίτ είναι πατέρας μου».
6. Ο Ραγουήλ τότε πετάχτηκε πάνω και τον φίλησε· έκλαψε και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Είσαι λοιπόν γιος του εξαίρετου εκείνου ανθρώπου!» Και όταν άκουσε ότι ο Τωβίτ είχε χάσει το φως του, λυπήθηκε και έκλαψε.
7. Η γυναίκα του η Έδνα και η κόρη του η Σάρρα έκλαψαν κι αυτές και τους πρόσφεραν πρόθυμη φιλοξενία.
8. Έσφαξαν ένα κριάρι από τα πρόβατά τους και τους ετοίμασαν πλούσιο τραπέζι.