Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 31:19-32 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

19. Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί,έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε,

20. του ’δινα από τα πρόβατά μουμάλλινο ρούχο για να ζεσταθείκι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε.

21. Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό,επειδή έβλεπα πως είχατων δικαστών την υποστήριξη,

22. το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα,κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου.

23. Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού·μπρος στη μεγαλοσύνη τουν’ αντέξω δεν μπορούσα.

24. Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκαούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου.

25. Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκαούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.

26. Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη τουή τη μαγευτική πορεία της σελήνης,

27. ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκαούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά.

28. Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.

29. Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερεούτε ευχαριστιόμουνακακό σαν τον χτυπούσε.

30. Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου,ζητώντας με κατάρες το χαμό του.

31. Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μουέχουνε να το λένε,πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά.

32. Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο·στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιωβ 31