Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 30:17-28 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

17. Τη νύχτα οι πόνοι διαπερνούν τα κόκαλά μουπου λες και θέλουναπ’ το σώμα μου να βγουν·τα νεύρα μου δεν βρίσκουν ησυχία.

18. Ο Θεός με άδραξε από το ρούχο μου,με σφίγγει καθώς το περιλαίμιο του χιτώνα μου.

19. Μέσα στη λάσπη μ’ έριξεκι έγινα σαν το χώμα και τη στάχτη.

20. Θεέ μου, σου φωνάζω, μα συ δεν μου αποκρίνεσαι·μπροστά σου στέκομαι,μα εσύ με τη ματιά σου με καρφώνεις.

21. Έγινες ανελέητος για μένακαι με χτυπάς με της γροθιάς σου όλη τη δύναμη.

22. Μ’ αφήνεις να με πάρει στην ορμή του ο άνεμος,να με συντρίψειη μανιασμένη καταιγίδα.

23. Το ξέρω πως στο θάνατο με φέρνεις,στον τόπο της συνάντησης όλων των ζωντανών.

24. Έναν σωρό ερείπια δεν μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει.Πριν καταρρεύσω εντελώς, ας έρθει βοηθός μου ο Θεός.

25. Μήπως δεν έκλαψα γι’ αυτούς,που ήτανε σκληρή η ζωή τους;και μήπως δεν λυπήθηκα για τους φτωχούς;

26. Την ευτυχία έλπιζα κι η δυστυχία ήρθε·με βρήκε το σκοτάδι,ενώ περίμενα το φως.

27. Αναταράζονται τα σπλάχνα μου, στιγμή δεν ησυχάζουν·δύστυχες μέρες μ’ ηύραν αναπάντεχα.

28. Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα·μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξηβοήθεια να ζητήσω με κραυγές.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιωβ 30