54. Μετά, αυτός και οι άντρες, που ήταν μαζί του, έφαγαν και ήπιαν και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ο δούλος είπε: «Επιτρέψτε μου τώρα να γυρίσω πίσω στον κύριο μου».
55. Τότε ο αδερφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κόρη μαζί μας λίγον καιρό ακόμα, καμιά δεκαριά μέρες, κι ύστερα φεύγεις».
56. «Μη με καθυστερείτε», τους απάντησε εκείνος. «Αφού ο Θεός έκανε να πετύχει ο σκοπός του ταξιδιού μου, αφήστε με να φύγω και να πάω στον κύριό μου».
57. Εκείνοι είπαν: «Ας καλέσουμε και το κορίτσι να το ρωτήσουμε».
58. Φώναξαν, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και τη ρώτησαν: «Θέλεις να πας μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο;» «Θέλω», απάντησε εκείνη.
59. Τότε άφησαν να φύγει η αδερφή τους και η παραμάνα της μαζί με το δούλο τού Αβραάμ και τους ανθρώπους του.
60. Επίσης ευλόγησαν τη Ρεβέκκα μ’ αυτά τα λόγια: «Εσύ αδερφή μας, χιλιάδες μυριάδων ας γίνουν τα παιδιά σου, κι οι απόγονοί σου ας κατακτήσουν τις πόλεις των εχθρών τους!»
61. Σηκώθηκε τότε η Ρεβέκκα και οι δούλες της, ανέβηκαν στις καμήλες τους για ν’ ακολουθήσουν τον άνθρωπο, και ξεκίνησαν όλοι μαζί.
62. Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε έρθει στην περιοχή του πηγαδιού Λαχαΐ-Ροΐ και κατοικούσε στα νότια της Χαναάν.
63. Ένα βράδυ που είχε βγει στους αγρούς για να περπατήσει, κοίταξε πέρα και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν.