Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Εξοδοσ 2:14-25 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

14. Εκείνος του απάντησε: «Ποιος σ’ έβαλε άρχοντα και δικαστή σ’ εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» Τότε φοβήθηκε ο Μωυσής και σκέφτηκε: «Ώστε το επεισόδιο μαθεύτηκε!»

15. Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή. Ο Μωυσής όμως κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ’ ένα πηγάδι.

16. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους.

17. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε, και πότισε αυτός τα πρόβατά τους.

18. Όταν οι κοπέλες γύρισαν στον πατέρα τους το Ραγουήλ, εκείνος τις ρώτησε: «Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο νωρίς;»

19. Αυτές του απάντησαν: «Ένας Αιγύπτιος μας γλίτωσε από τους βοσκούς, έβγαλε μάλιστα ο ίδιος νερό και πότισε τα πρόβατα».

20. Τότε ο πατέρας τους τις ρώτησε: «Πού είναι, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Γιατί τον αφήσατε εκεί; Καλέστε τον για φαγητό».

21. Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα.

22. Αυτή γέννησε γιο κι ο Μωυσής τον ονόμασε Γερσώμ, «επειδή», είπε, «είμαι πάροικος σε ξένη χώρα».

23. Ύστερα από πολύν καιρό πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Οι Ισραηλίτες όμως εξακολουθούσαν να στενάζουν στη σκλαβιά και να φωνάζουν για βοήθεια· κι έφτασε η κραυγή τους στο Θεό.

24. Άκουσε, λοιπόν, ο Θεός το στεναγμό τους, κι αναλογίστηκε τη διαθήκη που είχε κάνει με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.

25. Έστρεψε το βλέμμα του προς τους Ισραηλίτες και ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Εξοδοσ 2