Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Βαρουχ 1:1-9 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Τα λόγια του βιβλίου αυτού γράφτηκαν στη Βαβυλώνα από το Βαρούχ, γιο του Νηρία, εγγονό του Μαασαίου και απόγονο του Σεδεκία, του Ασαδία και του Χελκία,

2. την έβδομη μέρα του μήνα του πέμπτου έτους, αφότου οι Βαβυλώνιοι κυρίεψαν την Ιερουσαλήμ και την έκαψαν.

3-4. Ο Βαρούχ διάβασε τα λόγια του βιβλίου αυτού για ν’ ακούσουν ο βασιλιάς του Ιούδα Ιεχονίας, γιος του Ιωακίμ και όλος ο λαός, που είχε απαχθεί στη Βαβυλώνα και κατοικούσαν εκεί κοντά στον ποταμό Σουδ. Πήγαν όλοι για ν’ ακούσουν, μικροί και μεγάλοι: οι αξιωματούχοι, οι απόγονοι βασιλικών οικογενειών και οι γεροντότεροι.

5. Όταν διαβάστηκε το βιβλίο, όλοι έκλαψαν, νήστεψαν και προσευχήθηκαν ενώπιον του Κυρίου.

6. Επίσης συγκέντρωσαν όσα χρήματα μπορούσε καθένας

7. και τα έστειλαν με το Βαρούχ στην Ιερουσαλήμ στον αρχιερέα Ιωακίμ, γιο του Χελκία και εγγονό του Σαλώμ, στους ιερείς και στο λαό, που βρισκόταν μαζί του εκεί.

8. Στις δέκα του μήνα Σιουάν ο Βαρούχ είχε πάρει, για να τα φέρει πίσω στη χώρα του Ιούδα, τα ιερά σκεύη που ο Ναβουχοδονόσορ είχε αφαιρέσει από το ναό του Κυρίου. Τα σκεύη αυτά τα είχε κατασκευάσει ο βασιλιάς του Ιούδα Σεδεκίας, γιος του Ιωσία,

9. μετά που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε μεταφέρει τον Ιεχονία, τους άρχοντες, τους κατασκευαστές οχυρωματικών έργων, τους ισχυρούς και γενικά όλο το λαό της χώρας από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτους.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Βαρουχ 1