Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 18:6-22 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

6. Ο στρατός του Δαβίδ ξεκίνησε για ν’ αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραΐμ.

7. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με είκοσι χιλιάδες νεκρούς.

8. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ’ όλη την περιοχή. Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν περισσότεροι στις κακοτοπιές του δάσους, παρά στη μάχη.

9. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε συμπτωματικά αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς το μουλάρι πέρασε κάτω από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς, τα μαλλιά του Αβεσσαλώμ πιάστηκαν στα κλαδιά και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του.

10. Τον είδε κάποιος και το είπε στον Ιωάβ: «Είδα τον Αβεσσαλώμ να κρέμεται απ’ τα κλαδιά μιας βελανιδιάς».

11. Τότε ο Ιωάβ του είπε: «Αφού τον είδες, γιατί δεν τον σκότωσες επί τόπου; Εγώ θα σου έδινα δέκα ασημένιους σίκλους και μία ζώνη».

12. Αλλά ο άνθρωπος του απάντησε: «Κι αν ακόμα μου μετρούσαν στο χέρι χίλιους ασημένιους σίκλους, εγώ δεν θ’ άπλωνα χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλοι ακούσαμε το βασιλιά που έδινε τη διαταγή σ’ εσένα, στον Αβισάι και τον Ιτταΐ: “προσέξτε μου το νεαρό Αβεσσαλώμ”.

13. Αν παρέβαινα τη διαταγή του βασιλιά και σκότωνα τον Αβεσσαλώμ, ο βασιλιάς θα το μάθαινε, αφού τίποτα δε μένει κρυφό απ’ αυτόν. Και τότε ούτε εσύ ο ίδιος δε θα φρόντιζες να με υπερασπιστείς».

14. Ο Ιωάβ του φώναξε: «Δεν έχω καιρό να χάνω μ’ εσένα». Πήρε τρία ακόντια στα χέρια του και πήγε και τα βύθισε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά.

15. Τότε δέκα νέοι, οπλοφόροι του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν και τον αποτέλειωσαν.

16. Ο Ιωάβ σήμανε με τη σάλπιγγα το τέλος της μάχης, κι ο στρατός του Δαβίδ σταμάτησε την καταδίωξη των Ισραηλιτών.

17. Πήραν τον Αβεσσαλώμ και τον έριξαν σ’ ένα λάκκο στο δάσος κι έστησαν πάνω του ένα μεγάλο σωρό από λιθάρια. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του.

18. Όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε παραγγείλει και έστησαν γι’ αυτόν μια πέτρινη στήλη. Είν’ αυτή που βρίσκεται στην Κοιλάδα του Βασιλιά, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάζεται μέχρι σήμερα «Μνημείο του Αβεσσαλώμ».

19. Τότε ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ: «Άσε με να τρέξω και ν’ αναγγείλω στο βασιλιά ότι ο Κύριος τον έσωσε απ’ τους εχθρούς του».

20. Ο Ιωάβ όμως του είπε: «Όχι, γιατί σήμερα δε θα είσαι αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων. Άλλη μέρα θα πας να μεταφέρεις τα νέα. Όχι όμως σήμερα, γιατί ο γιος του βασιλιά είναι νεκρός».

21. Τότε είπε ο Ιωάβ στον Αιθίοπα δούλο του το Χουσί: «Πήγαινε ν’ αναγγείλεις στο βασιλιά όσα είδες». Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε.

22. Ο Αχιμάας ξαναείπε στον Ιωάβ: «Ό,τι και να συμβεί, άσε με να τρέξω κι εγώ μετά το Χουσί». Αλλά ο Ιωάβ του απάντησε: «Γιατί να τρέξεις, γιε μου; Δεν πρόκειται για καμιά ευχάριστη είδηση, για να πάρεις αμοιβή!»

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 18