Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 15:1-7 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν μπροστά από την άμαξά του.

2. Σηκωνόταν το πρωί και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη. Κάθε φορά που ερχόταν στο βασιλιά για κρίση κάποιος που είχε μια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ τον καλούσε και τον ρωτούσε: «Από ποια πόλη έρχεσαι;» Εκείνος του απαντούσε: «Ο δούλος σου είμαι από την τάδε φυλή του Ισραήλ».

3. Τότε ο Αβεσσαλώμ τού έλεγε: «Η υπόθεσή σου είναι σωστή και δίκαιη, αλλά κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει εκ μέρους του βασιλιά!

4. Αχ, και να με διόριζαν κριτή σ’ αυτήν τη χώρα! Όλοι όσοι θα είχαν διαφορές ή εκκρεμείς δίκες θα έρχονταν σ’ εμένα κι εγώ θα τους έδινα το δίκιο τους!»

5. Κι αν κανείς τον πλησίαζε για να τον προσκυνήσει, εκείνος άπλωνε το χέρι του, τον έπιανε και τον φιλούσε.

6. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ σ’ όλους όσοι πήγαιναν στο βασιλιά για να εκδικάσουν κάποια υπόθεσή τους. Έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών.

7. Αφού πέρασαν τέσσερα χρόνια είπε ο Αβεσσαλώμ στο βασιλιά: «Επίτρεψέ μου να πάω στη Χεβρών να εκπληρώσω ένα τάμα που έχω κάνει στον Κύριο.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 15