Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 7:10-28 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

10. Μετά απ’ αυτόν οι στρατιώτες άρχισαν να εμπαίζουν τον τρίτο αδερφό. Όταν τον ρώτησαν, αυτός αμέσως έβγαλε έξω τη γλώσσα του και με θάρρος πρότεινε και τα χέρια του να του τα κόψουν.

11. Τους απάντησε με γενναιότητα: «Ο Κύριος μου τα έδωσε αυτά κι εγώ για χάρη των νόμων του τα περιφρονώ. Ελπίζω όμως ότι ο ίδιος θα μου τα ξαναδώσει πάλι».

12. Τότε ακόμη κι ο ίδιος ο βασιλιάς και η ακολουθία του έμειναν κατάπληκτοι από την ευψυχία του νεαρού, που δεν υπολόγιζε καθόλου τα βασανιστήρια.

13. Όταν πέθανε κι αυτός, οι στρατιώτες βασάνισαν τον τέταρτο αδερφό με την ίδια σκληρότητα.

14. Αυτός όταν ήρθε στα τελευταία του είπε: «Είναι προτιμότερο να πεθαίνει κανείς από τους ανθρώπους και να ελπίζει στο Θεό ότι θα τον αναστήσει πάλι. Αλλά για σένα, βασιλιά, δε θα υπάρξει ανάσταση στην αιώνια ζωή».

15. Στη συνέχεια οδήγησαν τον πέμπτο αδερφό στα βασανιστήρια.

16. Εκείνος κοίταξε το βασιλιά και είπε: «Μπορεί να έχεις τη δύναμη να κάνεις με τους ανθρώπους ό,τι θέλεις, παρ’ όλο που είσαι θνητός. Αλλά μη νομίζεις ότι το έθνος μας έχει εγκαταλειφθεί από το Θεό.

17. Περίμενε και θα δεις πόσο η μεγάλη του δύναμη θα τιμωρήσει εσένα και τους απογόνους σου».

18. Μετά οι στρατιώτες έφεραν τον έκτο αδερφό. Αυτός λίγο πριν πεθάνει είπε στο βασιλιά: «Μην πλανιέσαι μάταια! Εμείς τα υποφέρουμε όλα αυτά επειδή αμαρτήσαμε στο Θεό μας κι έτσι προκαλέσαμε αυτές τις φοβερές καταστροφές εναντίον μας.

19. Μη νομίζεις, όμως, ότι εσύ θα γλιτώσεις τώρα που τόλμησες να τα βάλεις με το Θεό».

20. Η μάνα ήταν η πιο αξιοθαύμαστη απ’ όλους και αξιομνημόνευτη. Ενώ έβλεπε τα εφτά παιδιά της να χάνονται μέσα σε μία μέρα, εν τούτοις έδειχνε καρτερία, που την αντλούσε από την ελπίδα της στον Κύριο.

21. Γεμάτη γενναιότητα τα ενθάρρυνε ένα ένα στη μητρική τους γλώσσα. Με τη γυναικεία της ευαισθησία συνδυασμένη με αντρίκιο θάρρος τούς έλεγε:

22. «Εγώ δεν μπορώ να ξέρω πώς βρεθήκατε μέσα στην κοιλιά μου. Δε σας χάρισα εγώ τη ζωή ούτε εγώ διαμόρφωσα τα μέλη του σώματός σας.

23. Ο δημιουργός του σύμπαντος τα έκανε όλα αυτά. Αυτός είναι που έπλασε το ανθρώπινο γένος και έφερε τα πάντα στην ύπαρξη. Αυτός με την ευσπλαχνία του θα σας ξαναδώσει τη ζωή, επειδή τώρα εσείς την περιφρονείτε για χάρη των νόμων του».

24. Όμως ο βασιλιάς Αντίοχος πίστευε πως η γυναίκα τον κορόιδευε και ήθελε να τον προσβάλει με τα λόγια της. Έτσι κι αυτός πρότρεπε το νεότερο αδερφό, όσο ακόμα ήταν ζωντανός, και τον διαβεβαίωνε μάλιστα με όρκους ότι αν απαρνιόταν τους νόμους των προγόνων του θα τον έκανε πλούσιο και ευτυχισμένο, θα του απένειμε τον τίτλο «φίλος του βασιλιά» και θα του ανέθετε κάποιο υψηλό αξίωμα.

25. Ο νέος όμως δεν έδινε σημασία σε τίποτε απ’ αυτά. Γι’ αυτό ο βασιλιάς κάλεσε τη μητέρα και την πρότρεπε να συμβουλέψει το παιδί της, για να το σώσει.

26. Εκείνη, μετά από πολλές πιέσεις δέχτηκε να πείσει το γιο της.

27. Τον πλησίασε και του είπε στη μητρική τους γλώσσα, εμπαίζοντας το σκληρό τύραννο:«Παιδί μου, λυπήσου με που σε κράτησα εννιά μήνες στην κοιλιά μου, σε θήλασα τρία χρόνια και σε ανάθρεψα μέχρι σ’ αυτή την ηλικία.

28. Σε παρακαλώ, παιδί μου, κοίταξε τον ουρανό και τη γη και δες τι υπάρχει σ’ αυτά, για να καταλάβεις ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα αυτά από το μηδέν. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκε και το ανθρώπινο γένος.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Μακκαβαιων 7