Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 3:5-17 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

5. Κι επειδή δεν μπορούσε να παρασύρει τον Ονία, προσέφυγε στον Απολλώνιο, γιο του Θαρσαίου. Ο Απολλώνιος εκείνο τον καιρό ήταν κυβερνήτης της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης.

6. Ο Σίμων λοιπόν είπε στον Απολλώνιο ότι το θησαυροφυλάκιο των Ιεροσολύμων ήταν γεμάτο με αμύθητους θησαυρούς, αδύνατο να καταμετρηθούν, που όμως δε χρειάζονταν για τις θυσίες και συνεπώς έπρεπε να τεθούν υπό τον έλεγχο του βασιλιά.

7. Όταν ο Απολλώνιος συναντήθηκε με το βασιλιά, τού ανέφερε σχετικά με τα χρήματα, κι ο βασιλιάς διέταξε τον ταμία του τον Ηλιόδωρο να πάει και να του φέρει τα χρήματα αυτά.

8. Ο Ηλιόδωρος ξεκίνησε αμέσως να εκπληρώσει τη διαταγή του βασιλιά, με την πρόφαση ότι ήθελε να επιθεωρήσει τις πόλεις της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης.

9. Όταν έφτασε στα Ιεροσόλυμα, του έγινε θερμή υποδοχή από τον αρχιερέα της πόλης. Τότε ο Ηλιόδωρος του εξήγησε τον πραγματικό λόγο της επίσκεψής του και ζήτησε να πληροφορηθεί αν ήταν αλήθεια τα όσα του είχαν αναγγελθεί σχετικά με τα χρήματα.

10. Ο αρχιερέας τού είπε ότι πράγματι υπήρχαν τέτοια χρήματα φυλαγμένα για τις ανάγκες των χηρών και των ορφανών,

11. και ότι μερικά απ’ αυτά ανήκαν στον Υρκανό, γιο του Τωβία, ένα πολύ διακεκριμένο πρόσωπο. Δεν ήταν λοιπόν τα πράγματα όπως τους είχε πληροφορήσει ο συκοφάντης και ασεβής Σίμων. Εξάλλου όλο κι όλο το ασήμι ήταν τετρακόσια τάλαντα, και το χρυσάφι διακόσια.

12. Επίσης του είπε ότι ήταν εντελώς αδύνατο να επιτραπεί σε οποιονδήποτε να πάρει τα χρήματα που οι άνθρωποι τα είχαν εμπιστευτεί στην αγιότητα του τόπου και στη ιερή ασφάλεια του ναού, που τον σέβεται όλος ο κόσμος.

13. Ο Ηλιόδωρος όμως επέμενε ότι σύμφωνα με τις εντολές που είχε από το βασιλιά, τα χρήματα αυτά έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθούν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο.

14. Όρισε λοιπόν και την ημέρα και μπήκε στο ναό για να τακτοποιήσει την υπόθεση.Σ’ όλη την πόλη επικρατούσε μεγάλη αγωνία.

15. Οι ιερείς ντυμένοι τις ιερατικές στολές τους είχαν πέσει γονατιστοί μπροστά στο θυσιαστήριο και παρακαλούσαν τον Κύριο του ουρανού να διατηρήσει σώα τα αφιερώματα, γιατί αυτός είχε δώσει τους νόμους που προστάτευαν τα αφιερώματα που είχαν κατατεθεί στο ναό για ορισμένο σκοπό.

16. Πληγωνόταν η καρδιά όποιου έβλεπε το πρόσωπο του αρχιερέα. Η όψη του και το αλλαγμένο χρώμα του προσώπου του φανέρωναν την ψυχική του αγωνία.

17. Έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν τη θλίψη του.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Μακκαβαιων 3