Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 15:15-30 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

15. Ο Ιερεμίας άπλωσε το δεξί του χέρι κι έδωσε στον Ιούδα ένα χρυσό ξίφος λέγοντάς του:

16. «Πάρε το άγιο ξίφος, δώρο από το Θεό, που μ’ αυτό θα συντρίψεις τους εχθρούς».

17. Αυτά τα ωραία και ενθαρρυντικά λόγια του Ιούδα εμψύχωσαν τους νέους και τους παρακίνησαν να φανούν γενναίοι. Η πόλη, τα ιερά τους και ο ναός τους κινδύνευαν. Έτσι οι Ιουδαίοι, μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, αποφάσισαν να μην περιμένουν στο στρατόπεδο αλλά να βγουν με γενναιότητα εναντίον των εχθρών και να συμπλακούν μαζί τους, παίρνοντας έτσι τις τύχες τους στα δικά τους χέρια.

18. Δεν ενδιαφέρονταν και τόσο ν’ αγωνιστούν για τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, τ’ αδέρφια τους ή τους συγγενείς τους, όσο για τον άγιο ναό.

19. Εξάλλου η αγωνία αυτών που θα ’πρεπε να μείνουν στην Ιερουσαλήμ δεν ήταν μικρότερη, γιατί εκείνοι φοβούνταν και αγωνιούσαν για την έκβαση της σύγκρουσης στην ύπαιθρο.

20. Όλοι περίμεναν την αποφασιστική μάχη. Οι εχθροί είχαν προωθήσει το στρατό τους έχοντας το ιππικό τους αριστερά και δεξιά και τους ελέφαντες σε καίρια σημεία.

21. Όταν ο Μακκαβαίος είδε τον πολυάριθμο στρατό, την ποικιλία των όπλων και την αγριότητα των θηρίων, επικαλέστηκε τον Κύριο, που κάνει θαυμαστά έργα. Ήξερε πως η νίκη δεν κερδίζεται με τα όπλα αλλά δίνεται από το Θεό κατά την κρίση του σ’ εκείνους που το αξίζουν.

22. Έκανε λοιπόν την παρακάτω προσευχή: «Εσύ, Κύριε, τον καιρό του Εζεκία, βασιλιά της Ιουδαίας, έστειλες τον άγγελό σου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άντρες από το στρατόπεδο του Σενναχηρείμ.

23. Και τώρα, Κυρίαρχε των ουρανών, στείλε μπροστά από μας έναν καλό άγγελο, που να σκορπίζει το φόβο και τον τρόμο.

24. Χτύπα με τη μεγάλη σου δύναμη τους βλάσφημους που επιτεθήκαν ενάντια στον άγιο σου λαό» –έτσι τέλειωσε την προσευχή του.

25. Ο Νικάνωρ και ο στρατός του προέλαυναν με τον ήχο των σαλπίγγων και με τα πολεμικά τους εμβατήρια.

26. Ο Ιούδας όμως με τους άντρες του πήγαιναν στη μάχη επικαλούμενοι το Θεό και προσευχόμενοι.

27. Έτσι, πολεμώντας με τα χέρια τους και προσευχόμενοι με την καρδιά τους σκότωσαν πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες άντρες. Η χαρά τους ήταν μεγάλη, γιατί ο Θεός τούς είχε βοηθήσει με την παρουσία του.

28. Όταν τελείωσε η μάχη και διαλύονταν με πανηγυρισμούς, αναγνώρισαν το Νικάνορα που ήταν πεσμένος νεκρός με ολόκληρη την πανοπλία του.

29. Με κραυγές και αλαλαγμούς δοξολογούσαν τον Κύριο στη γλώσσα τους.

30. Τότε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, που πάντοτε είχε αγωνιστεί πρώτος με το σώμα και την ψυχή του για χάρη των συμπατριωτών του διατηρώντας πάντα το νεανικό του σφρίγος, διέταξε τους συμπολίτες του να κόψουν το κεφάλι και το δεξιό βραχίονα του Νικάνορα και να τα φέρουν στα Ιεροσόλυμα.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Μακκαβαιων 15