Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 14:27-46 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

27. Ο βασιλιάς εξαγριώθηκε από τις συκοφαντίες αυτού του παμπόνηρου, κι έγραψε στο Νικάνορα εκφράζοντάς του τη δυσαρέσκειά του για τις συμφωνίες. Επίσης τον διέταζε να συλλάβει το Μακκαβαίο και να τον στείλει αμέσως δέσμιο στην Αντιόχεια.

28. Όταν ο Νικάνωρ πήρε το μήνυμα, τα ’χασε και λυπήθηκε πολύ. Τώρα έπρεπε να ακυρώσει όλες τις συμφωνίες, μολονότι ο Ιούδας δεν είχε βλάψει κανέναν.

29. Παράλληλα όμως δεν ήθελε να πράξει κι αντίθετα με τη διαταγή του βασιλιά. Γι’ αυτό αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία να εκτελέσει τη διαταγή παγιδεύοντας τον Ιούδα.

30. Ο Μακκαβαίος είδε πως ο Νικάνωρ είχε αρχίσει να του συμπεριφέρεται με αγένεια και σκληρότητα, και κατάλαβε πως αυτό ήταν κακό σημάδι. Μάζεψε, λοιπόν, πολλούς από τους συντρόφους του και κρύφτηκε από το Νικάνορα.

31. Όταν όμως ο Νικάνωρ αντιλήφθηκε πως ο Ιούδας τον είχε ξεπεράσει στην εξυπνάδα, πήγε στο μεγάλο και άγιο ναό, την ώρα που οι ιερείς πρόσφεραν τις καθορισμένες θυσίες και τους διάταξε να του παραδώσουν τον Ιούδα.

32. Εκείνοι τον διαβεβαίωναν με όρκους ότι δε γνώριζαν πού ήταν ο άνθρωπος που ζητούσε.

33. Τότε αυτός σήκωσε το δεξί του χέρι προς το ναό κι ορκίστηκε τα εξής: «Αν δεν μου παραδώσετε δέσμιο τον Ιούδα, θα ισοπεδώσω αυτόν το ναό του Θεού, θα γκρεμίσω το βωμό και θα ανεγείρω εδώ έναν μεγαλόπρεπο ναό προς τιμήν του Διονύσου».

34. Αυτά είπε κι αποχώρησε.Οι ιερείς τότε σήκωσαν τα χέρια στον ουρανό, σ’ αυτόν που πάντα υπερασπιζόταν το έθνος μας, και τον ικέτευαν μ’ αυτά τα λόγια:

35. «Εσύ, Κύριε, που δεν έχεις ανάγκη από κανέναν, θέλησες να χτιστεί εδώ ανάμεσά μας ένας ναός για να κατοικείς.

36. Τώρα, λοιπόν, Κύριε, εσύ που είσαι ο μόνος άγιος, φύλαξε για πάντα αμόλυντο αυτόν το ναό, που μόλις τώρα εξαγνίστηκε».

37. Κάποιος από τους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων, που ονομαζόταν Ραζίς, κατηγορήθηκε στο Νικάνορα ότι αγαπούσε τους συμπατριώτες του, κι εκείνοι τόσο πολύ τον σέβονταν, που τον ονόμαζαν «πατέρα των Ιουδαίων».

38. Στο παρελθόν, προ της επιμειξίας με τα άλλα έθνη, ο Ραζίς είχε κατηγορηθεί πάλι για την εμμονή του στον ιουδαϊσμό και για χάρη του είχε με μεγάλο ζήλο διακινδυνεύσει τη σωματική του ακεραιότητα και τη ζωή του.

39. Ο Νικάνωρ, θέλοντας να δείξει τη δυσαρέσκειά του απέναντι στους Ιουδαίους, έστειλε πάνω από πεντακόσιους στρατιώτες να συλλάβουν το Ραζίς,

40. με την πεποίθηση πως έτσι θα τους προκαλούσε μεγάλο πλήγμα.

41. Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες να καταλάβουν τον πύργο όπου κρυβόταν ο Ραζίς. Θα παραβίαζαν την εξωτερική πύλη, και η διαταγή που είχαν ήταν να βάλουν φωτιά στην πόρτα. Τότε ο Ραζίς, περικυκλωμένος από παντού, έπεσε πάνω στο ξίφος του,

42. και προτίμησε να πεθάνει ένδοξα, παρά να πέσει στα χέρια αυτών των εγκληματιών και να εξευτελιστεί με τρόπο ανάρμοστο στην ευγένειά του.

43. Από τη βιασύνη του όμως δεν πέτυχε το στόχο του. Στο μεταξύ οι στρατιώτες είχαν εισβάλει από τις πύλες· έτσι ο Ραζίς πήδηξε ηρωικά πάνω από το τείχος και έπεφτε κάτω, πάνω στον κόσμο.

44. Το πλήθος έγκαιρα παραμέρισε κι εκείνος έπεσε στο κενό που δημιουργήθηκε.

45. Ζωντανός ακόμη και φλογισμένος από το θάρρος σηκώθηκε τρέχοντας ενώ το αίμα έρρεε ποτάμι. Βαριά τραυματισμένος όπως ήταν πέρασε μέσα από τα πλήθη και στάθηκε πάνω σ’ έναν απόκρημνο βράχο.

46. Χωρίς σταγόνα αίμα μέσα του έπιασε με τα δυο του χέρια τα έντερά του και τα πρόβαλε προς το πλήθος. Μετά παρακάλεσε τον Κύριο που δίνει τη ζωή και το πνεύμα, να του τα ξαναδώσει και τα δυο. Έτσι πέθανε.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Μακκαβαιων 14