Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 14:23-32 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

23. Ο Νικάνωρ έμεινε στα Ιεροσόλυμα μετά τη συμφωνία. Δεν δημιούργησε καμία δυσαρέσκεια στους Ιουδαίους, και μάλιστα διέλυσε και τους όχλους, που είχαν συγκεντρωθεί με το μέρος του.

24. Τον Ιούδα τον είχε συνεχώς κοντά του, γιατί οι δύο άντρες είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι.

25. Μάλιστα ο Νικάνωρ πρότρεψε τον Ιούδα να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Έτσι ο Ιούδας παντρεύτηκε και ζούσε μια κανονική οικογενειακή ζωή.

26. Όταν ο Άλκιμος είδε τη φιλία που είχαν μεταξύ τους και τις συμφωνίες που είχαν κάνει, πήρε ένα αντίγραφό τους και πήγε στο βασιλιά Δημήτριο. Του είπε ότι ο Νικάνωρ διεπόταν από αντιλήψεις που ήταν ξένες προς τα συμφέροντα του βασιλείου, γιατί είχε διορίσει διάδοχό του τον Ιούδα, που ήταν προδότης.

27. Ο βασιλιάς εξαγριώθηκε από τις συκοφαντίες αυτού του παμπόνηρου, κι έγραψε στο Νικάνορα εκφράζοντάς του τη δυσαρέσκειά του για τις συμφωνίες. Επίσης τον διέταζε να συλλάβει το Μακκαβαίο και να τον στείλει αμέσως δέσμιο στην Αντιόχεια.

28. Όταν ο Νικάνωρ πήρε το μήνυμα, τα ’χασε και λυπήθηκε πολύ. Τώρα έπρεπε να ακυρώσει όλες τις συμφωνίες, μολονότι ο Ιούδας δεν είχε βλάψει κανέναν.

29. Παράλληλα όμως δεν ήθελε να πράξει κι αντίθετα με τη διαταγή του βασιλιά. Γι’ αυτό αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία να εκτελέσει τη διαταγή παγιδεύοντας τον Ιούδα.

30. Ο Μακκαβαίος είδε πως ο Νικάνωρ είχε αρχίσει να του συμπεριφέρεται με αγένεια και σκληρότητα, και κατάλαβε πως αυτό ήταν κακό σημάδι. Μάζεψε, λοιπόν, πολλούς από τους συντρόφους του και κρύφτηκε από το Νικάνορα.

31. Όταν όμως ο Νικάνωρ αντιλήφθηκε πως ο Ιούδας τον είχε ξεπεράσει στην εξυπνάδα, πήγε στο μεγάλο και άγιο ναό, την ώρα που οι ιερείς πρόσφεραν τις καθορισμένες θυσίες και τους διάταξε να του παραδώσουν τον Ιούδα.

32. Εκείνοι τον διαβεβαίωναν με όρκους ότι δε γνώριζαν πού ήταν ο άνθρωπος που ζητούσε.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Μακκαβαιων 14