Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Αριθμοι 22:10-18 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

10. Ο Βαλαάμ απάντησε: «Ο βασιλιάς της Μωάβ, ο Βαλάκ γιος του Σιππώρ, τούς έστειλε να μου πουν

11. ότι βγήκε ένας λαός από την Αίγυπτο και πλημμύρισε τη χώρα. “Έλα λοιπόν”, μου είπε, “και δώσ’ τους την κατάρα σου. Ίσως έτσι μπορέσω και τους πολεμήσω και τους διώξω”».

12. Ο Θεός είπε στο Βαλαάμ: «Δε θα πας μαζί τους. Δε θα καταραστείς το λαό αυτό, γιατί είναι ευλογημένος».

13. Ο Βαλαάμ σηκώθηκε το πρωί και είπε στους άρχοντες του Βαλάκ: «Γυρίστε στη χώρα σας, γιατί ο Κύριος δε μου επιτρέπει να έρθω μαζί σας».

14. Έτσι, οι άρχοντες της Μωάβ σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στο Βαλάκ και του είπαν: «Ο Βαλαάμ αρνήθηκε να έρθει μαζί μας».

15. Τότε ο Βαλάκ ξανάστειλε άλλους άρχοντες, πιο επίσημους από τους προηγούμενους.

16. Αυτοί ήρθαν στο Βαλαάμ και του είπαν: «Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ λέει: “Σε παρακαλώ, μην αρνηθείς να έρθεις σ’ εμένα.

17. Θα σε ανταμείψω γενναιόδωρα και ό,τι μου πεις θα το κάνω. Έλα, λοιπόν, να καταραστείς για χάρη μου αυτό το λαό”».

18. Αλλά ο Βαλαάμ αποκρίθηκε στους ανθρώπους του Βαλάκ: «Κι αν ακόμη ο Βαλάκ μού έδινε το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, εγώ δεν θα μπορούσα να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου, του Θεού μου και να κάνω κάτι λιγότερο ή περισσότερο.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Αριθμοι 22