16. Ο Δαβίδ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, με γυμνό ξίφος στο χέρι του, στραμμένο προς την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Δαβίδ και οι πρεσβύτεροι, ντυμένοι στα πένθιμα, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη.
17. Και ο Δαβίδ είπε στο Θεό: «Εγώ διέταξα να απαριθμήσουν το λαό! Εκείνος που αμάρτησε κι ανόμησε, λοιπόν, είμαι εγώ. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου, Κύριε Θεέ μου, και όχι να φέρεις αρρώστια στο λαό σου».
18. Τότε ο άγγελος του Κυρίου πρόσταξε το Γαδ: «Πες στο Δαβίδ ν’ ανεβεί στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και να χτίσει εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο».
19. Πράγματι, ο Δαβίδ πήγε σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ.
Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Χρονικων (Ή Παραλειπομενων Α΄) 21