Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Μακκαβαιων 6:1-15 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Καθώς ο βασιλιάς Αντίοχος περνούσε μέσα από ορεινές χώρες έμαθε ότι στην Περσία υπήρχε μια πόλη, η Ελυμαΐδα, ονομαστή για τον πλούτο της σε ασήμι και χρυσάφι.

2. Επίσης έμαθε ότι είχε έναν πολύ πλούσιο ναό, όπου υπήρχαν χρυσές ασπίδες, θώρακες και όπλα, τα οποία είχε αφήσει εκεί ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, γιος του Φιλίππου, ο βασιλιάς που βασίλεψε πρώτος στους Έλληνες.

3. Πήγε, λοιπόν, εκεί ο Αντίοχος και προσπαθούσε να κυριέψει την πόλη και να πάρει τους θησαυρούς της. Δεν κατάφερε όμως τίποτα, γιατί οι κάτοικοι της πόλης είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα τον ερχομό του βασιλιά·

4. πρόβαλαν αντίσταση, έτσι που τον εξανάγκασαν να φύγει άπρακτος και να γυρίσει με βαριά καρδιά στη Βαβυλώνα.

5. Στην Περσία πήγε κάποιος και του ανάγγειλε ότι τα στρατεύματα που είχε στείλει εναντίον της Ιουδαίας εξοντώθηκαν·

6. του είπε επίσης ότι πρώτος είχε πάει ο Λυσίας με ισχυρό στρατό, αλλά τράπηκε σε φυγή από τους Ιουδαίους. Αυτοί στο μεταξύ είχαν αυξήσει τη δύναμή τους σε όπλα και έμψυχο υλικό από τη λαφυραγώγηση των βασιλικών στρατευμάτων, που τα είχαν καταστρέψει.

7. Επίσης του είπε ότι οι Ιουδαίοι είχαν γκρεμίσει το βδέλυγμα της ερημώσεως, που είχε στήσει ο βασιλιάς στο θυσιαστήριο της Ιερουσαλήμ, και περιέβαλαν με ψηλά τείχη το ναό, όπως ήταν πριν· τέλος ότι είχαν καταλάβει και οχυρώσει τη βασιλική πόλη της Βαιθσούρα.

8. Όταν ο βασιλιάς τ’ άκουσε όλα αυτά, εξεπλάγη και ταράχτηκε. Έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος από τη στενοχώρια, γιατί τα πράγματα δεν του είχαν έρθει όπως τα περίμενε.

9. Έμεινε κλινήρης για πολλές ημέρες, γιατί η λύπη του όλο και μεγάλωνε, και κατάλαβε ότι θα πεθάνει.

10. Τότε κάλεσε όλους όσοι είχαν τον τίτλο “φίλοι του βασιλιά” και τους είπε: «Δεν έχω πια ύπνο κι έχω εξαντληθεί από την αγωνία.

11. Αναρωτήθηκα πού οφείλεται αυτή μου η κατάθλιψη και η μεγάλη φουρτούνα της αγωνίας μου, αφού εγώ τόσους είχα ευεργετήσει και ήμουν απ’ όλους αγαπητός σαν βασιλιάς.

12. Κι αναλογίζομαι τώρα τις συμφορές που προξένησα στην Ιερουσαλήμ· πήρα όλα τα χρυσά και ασημένια σκεύη, που υπήρχαν στο ναό της κι έστειλα ανθρώπους να εξαφανίσουν τους κατοίκους της Ιουδαίας χωρίς καμιά αιτία.

13. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι εκεί βρίσκεται η αιτία για όλες αυτές τις συμφορές μου. Και να τώρα που πεθαίνω σε ξένη χώρα απ’ τη μεγάλη θλίψη μου».

14. Τότε κάλεσε το Φίλιππο, έναν από τους «φίλους του» και του ανέθεσε τη διακυβέρνηση όλου του βασιλείου του.

15. Του έδωσε το στέμμα του, τη στολή του και το δαχτυλίδι του. Μετά του ανέθεσε την επιτροπεία του γιου του, του Αντίοχου, ώστε να τον προετοιμάσει να αναλάβει τη βασιλεία.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Μακκαβαιων 6