Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Μακκαβαιων 13:44-51 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

44. Οι στρατιώτες που ήταν μέσα στην πολιορκητική μηχανή πήδησαν έξω, μπήκαν στην πόλη και δημιούργησαν μεγάλο πανικό.

45. Τότε οι κάτοικοι της πόλης με τις γυναίκες και τα παιδιά τους ανέβηκαν στο τείχος σκίζοντας τα ρούχα τους, και με δυνατές φωνές παρακαλούσαν το Σίμωνα να κάνει ειρήνη μαζί τους.

46. «Μη μας μεταχειριστείς», του έλεγαν, «όπως μας αξίζει για τις κακίες μας, αλλά με ευσπλαχνία».

47. Ο Σίμων συγκινήθηκε και δεν τους χτύπησε· τους έδιωξε όμως από την πόλη και καθάρισε τα σπίτια στα οποία υπήρχαν είδωλα· μετά μπήκε στην πόλη με ύμνους και δοξολογίες στο Θεό.

48. Έβγαλε από την πόλη καθετί που τη βεβήλωνε κι εγκατέστησε σ’ αυτήν ανθρώπους που τηρούσαν το νόμο. Την οχύρωσε περισσότερο από πριν και έχτισε σ’ αυτήν κι ένα σπίτι για τον εαυτό του.

49. Στην Ιερουσαλήμ, αυτοί που κατείχαν την ακρόπολη δυσκολεύονταν να μπαινοβγαίνουν στη χώρα για να κάνουν τις αγοραπωλησίες τους. Άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα και πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα πέθαναν από την πείνα.

50. Τότε παρακάλεσαν το Σίμωνα να συνάψει ειρήνη μαζί τους. Αυτός δέχτηκε· τους έβγαλε από ’κει και καθάρισε την ακρόπολη από τα είδωλα.

51. Στις είκοσι τρεις του δεύτερου μήνα του έτους 171 οι Ιουδαίοι μπήκαν στην ακρόπολη με ευχαριστήριους ύμνους κρατώντας κλάδους βαΐων, με άρπες, με κύμβαλα και βιολιά, με ύμνους και ωδές, επειδή είχε εκλείψει ένας μεγάλος εχθρός από το Ισραήλ.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Μακκαβαιων 13