Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Γ΄) 20:26-43 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

26. Μετά από ένα χρόνο επιθεώρησε το στρατό των Συρίων και τους οδήγησε στην Αφέκ για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες.

27. Οι Ισραηλίτες είχαν οργανωθεί κι αυτοί και είχαν ανεφοδιαστεί. Προέλασαν για να τους συναντήσουν και στρατοπέδευσαν απέναντί τους σε δύο ομάδες. Αυτοί έμοιαζαν σαν δύο μικρά κοπάδια κατσικιών, ενώ οι Σύριοι είχαν πλημμυρίσει όλη την περιοχή.

28. Τότε ο άνθρωπος του Θεού πλησίασε το βασιλιά του Ισραήλ και του είπε: «Ο Κύριος λέει: Επειδή είπαν οι Σύριοι ότι ο Κύριος είναι θεός των βουνών και όχι θεός των πεδιάδων, θα παραδώσω στην εξουσία σου όλο αυτό το μεγάλο πλήθος κι έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος».

29. Έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν εκατό χιλιάδες πεζούς Συρίους μέσα σε μια μέρα.

30. Όσοι επέζησαν, είκοσι εφτά χιλιάδες άντρες, κατέφυγαν στην Αφέκ· αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους.Ο Βεν-Αδάδ τράπηκε σε φυγή και κρύφτηκε στην πόλη, στο πίσω υπνοδωμάτιο ενός σπιτιού.

31. Τότε του είπαν οι άνθρωποί του: «Έχουμε ακούσει πως οι βασιλιάδες των Ισραηλιτών είναι σπλαχνικοί. Να φορέσουμε, λοιπόν, πένθιμα τρίχινα ρούχα, να βάλουμε σχοινιά στο κεφάλι μας και να πάμε στο βασιλιά του Ισραήλ. Ίσως σου χαρίσει τη ζωή».

32. Ντύθηκαν, λοιπόν, στα πένθιμα, έβαλαν σχοινιά στο κεφάλι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά του Ισραήλ. «Ο δούλος σου ο Βεν-Αδάδ», του είπαν, «σε παρακαλεί να τον αφήσεις να ζήσει». Ο Αχαάβ απάντησε: «Ζει ακόμα; Είναι αδερφός μου!»

33. Οι απεσταλμένοι το πήραν αυτό σαν καλό σημάδι και βιάστηκαν να το επιβεβαιώσουν: «Αδερφός σου είναι ο Βεν-Αδάδ», είπαν. Ο βασιλιάς τότε τους είπε: «Πηγαίνετε και φέρτε τον εδώ».Ο Βεν-Αδάδ ήρθε στον Αχαάβ, κι αυτός τον ανέβασε στην άμαξά του.

34. Ο Βεν-Αδάδ είπε στον Αχαάβ: «Θα σου επιστρέψω τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας μου από τον πατέρα σου, και θα χτίσεις για τον εαυτό σου αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια». Και ο Αχαάβ απάντησε: «Με τη συμφωνία αυτή εγώ θα σε αφήσω ελεύθερο». Έτσι έκανε συμφωνία μαζί του και τον άφησε ελεύθερον.

35. Εκείνη την ώρα ο Κύριος διάταξε ένα μέλος μιας ομάδας προφητών να πει σ’ έναν άλλο προφήτη: «Χτύπησέ με, σε παρακαλώ». Αλλά ο άλλος αρνήθηκε να τον χτυπήσει.

36. Τότε ο πρώτος του είπε: «Επειδή δεν υπάκουσες στο λόγο του Κυρίου, όταν θα φύγεις από ’δω θα σε σκοτώσει ένα λιοντάρι». Πράγματι, μόλις ο προφήτης εκείνος έφυγε τον συνάντησε ένα λιοντάρι και τον κατασπάραξε.

37. Ο προφήτης συνάντησε έναν άλλο άνθρωπο και του είπε: «Χτύπησέ με, σε παρακαλώ». Ο άνθρωπος τον χτύπησε και τον πλήγωσε.

38. Μετά ο προφήτης έφυγε και στάθηκε στο δρόμο περιμένοντας να περάσει ο βασιλιάς, αφού προηγουμένως μ’ έναν επίδεσμο στα μάτια, είχε γίνει αγνώριστος.

39. Όταν λοιπόν περνούσε ο βασιλιάς, αυτός του φώναξε: «Ο δούλος σου βρισκόμουν στη μάχη, όταν με πλησιάζει ένας αξιωματικός και μου φέρνει έναν αιχμάλωτο με τη διαταγή: “φύλαξέ μου αυτόν τον άνθρωπο. Αν με οποιονδήποτε τρόπο χαθεί, τότε θα τον πληρώσεις με τη ζωή σου ή με ένα ασημένιο τάλαντο!”

40. Ενώ όμως εγώ ήμουν απασχολημένος από ’δω κι από ’κει, ο αιχμάλωτος εξαφανίστηκε». Ο βασιλιάς του Ισραήλ έβγαλε την απόφαση: «Αυτή είναι η καταδίκη σου. Εσύ ο ίδιος την αποφάσισες».

41. Τότε ο προφήτης έβγαλε γρήγορα τον επίδεσμο από τα μάτια του και ο βασιλιάς τον αναγνώρισε ότι ανήκε σε ομάδα προφητών.

42. «Άκου τι λέει ο Κύριος:» είπε στο βασιλιά. «Επειδή άφησες ελεύθερο τον άνθρωπο που εγώ τον είχα για καταστροφή, θα πεθάνεις εσύ στη θέση του και ο λαός σου στη θέση του λαού του».

43. Ο βασιλιάς του Ισραήλ έφυγε και γύρισε στο σπίτι του, στη Σαμάρεια, πικραμένος και οργισμένος.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Γ΄) 20