31. Ο Ιησούς την πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και τη σήκωσε. Ο πυρετός τότε την άφησε αμέσως, κι αυτή τους υπηρετούσε.
32. Κατά το δειλινό, όταν έδυσε ο ήλιος, τού έφεραν όλους τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους,
33. κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα.
34. Ο Ιησούς θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες, κι έβγαλε πολλά δαιμόνια· δεν τα άφηνε όμως να μιλούν, γιατί τον αναγνώριζαν ότι είναι ο Μεσσίας.
35. Το πρωί, πολύ πριν ακόμα φέξει, ο Ιησούς βγήκε έξω και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος, κι εκεί προσευχόταν.
36. Τον αναζήτησαν όμως ο Σίμων κι οι σύντροφοί του,
37. τον βρήκαν και του λένε: «Όλοι σε ζητούν».
38. Εκείνος τους λέει: «Πάμε στα γειτονικά χωριά, για να κηρύξω κι εκεί· αυτή είναι η αποστολή μου».
39. Κήρυττε λοιπόν στις συναγωγές τους σ’ όλη τη Γαλιλαία, κι έβγαζε τα δαιμόνια.
40. Έρχεται στον Ιησού ένας λεπρός, και πεσμένος στα γόνατα τον παρακαλούσε λέγοντας: «Εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τη λέπρα».
41. Ο Ιησούς τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα».
42. Μόλις τα είπε αυτά, αμέσως έφυγε απ’ αυτόν η λέπρα και καθαρίστηκε.
43. Και συνοδεύοντάς τον έξω ο Ιησούς του μίλησε σε τόνο αυστηρό και του είπε: