1. Διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ ἄνθρωπε, ὅποιος κι᾽ ἂν εἶσαι σὺ ποὺ κρίνεις, διότι κρίνοντας τὸν ἄλλον, κατακρίνεις τὸν ἑαυτόν σου, ἐφ᾽ ὅσον κάνεις τὰ ἴδια καὶ σὺ ποὺ κατακρίνεις.
2. Γνωρίζομεν δὲ ὅτι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἐπέρχεται δικαίως εἰς ἐκείνους ποὺ κάνουν τέτοια πράγματα.
3. Φαντάζεσαι, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ κρίνεις ἐκείνους ποὺ κάνουν τέτοια πράγματα καὶ κάνεις τὰ ἴδια, ὅτι σὺ θὰ ἀποφύγῃς τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ;
4. Ἢ καταφρονεῖς τὸν πλοῦτον τῆς καλωσύνης του καὶ τὴν ἀνοχὴν καὶ μακροθυμίαν του καὶ δὲν ἀναγνωρίζεις ὅτι ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὁδηγεῖ εἰς μετάνοιαν;
5. Ἀνάλογα δὲ πρὸς τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου ἐπισωρεύεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου ὀργήν, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ,