15. Καὶ πῶς θὰ κηρύξουν ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν; Καθὼς εἶναι γραμμένον, Πόσον ὡραῖοι εἶναι οἱ πόδες ἐκείνων ποὺ κηρύττουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα.
16. Ἀλλὰ δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ εὐαγγέλιον. Ὁ Ἡσαΐας λέγει, Κύριε, ποιός ἐπίστεψε εἰς τὸ κήρυγμά μας;
17. Ἑπομένως ἡ πίστις ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀκοὴν τοῦ κηρύγματος, καὶ τὸ κήρυγμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
18. Ἀλλ᾽ ἐρωτῶ, μήπως δὲν ἄκουσαν; Βεβαίως ἄκουσαν: Ἡ φωνή τους διεδόθη εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ τὰ λόγια τους εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
19. Πάλιν ἐρωτῶ, μήπως ὁ Ἰσραὴλ δὲν ἐγνώρισε; Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς λέγει: Ἐγὼ θὰ κεντήσω τὴν ζηλοτυπίαν σας μὲ ἔθνος ποὺ δὲν εἶναι ἔθνος καὶ θὰ σᾶς ἐξοργίσω μὲ ἔθνος ἀνόητον.
20. Ὁ Ἡσαΐας μάλιστα τολμᾶ νὰ λέγῃ: Εὑρέθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μ᾽ ἐζητοῦσαν, ἐφανερώθηκα εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν ἐρωτοῦσαν γιὰ μένα.
21. Εἰς δὲ τοὺς Ἰσραηλίτας λέγει: Ὅλην τὴν ἡμέραν ἅπλωσα τὰ χέρια μου πρὸς λαὸν ποὺ εἶναι ἀπειθὴς καὶ ἀντιλέγει.