τὸ πνεῦμά μου δὲν εἶχε ἡσυχίαν, διότι δὲν εὑρῆκα ἐκεῖ τὸν Τίτον τὸν ἀδελφόν μου. Τοὺς ἀπεχαιρέτησα λοιπὸν καὶ ἔφυγα εἰς τὴν Μακεδονίαν.