14. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος διέταξε: ἐκεῖνοι ποὺ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον νὰ ζοῦν ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιον.
15. Ἐγὼ ὅμως τίποτε ἀπ᾽ αὐτὰ δὲν ἐχρησιμοποίησα. Δὲν σᾶς τὸ γράφω αὐτό, διὰ νὰ γίνῃ τὸ ἴδιο καὶ σ᾽ ἐμέ. Μοῦ εἶναι προτιμότερον νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ματαιώσῃ κανεὶς τὸ καύχημά μου.
16. Ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, αὐτὸ δὲν μοῦ δίνει λόγον νὰ καυχῶμαι. Διότι μοῦ ἐπιβάλλεται ἀναγκαίως νὰ τὸ κάνω. Ἀλλοίμονόν μου, ἐὰν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον.
17. Διότι ἐὰν τὸ κάνω ἀπὸ δικήν μου θέλησιν, θὰ ἀνταμειφθῶ, ἀλλ᾽ ἐὰν ὄχι ἀπὸ δικήν μου θέλησιν, τότε εἶμαι ἐμπιστευμένος μὲ ὑπηρεσίαν.
18. Ποιός εἶναι λοιπὸν ὁ μισθός μου; Τὸ νὰ κάνω ἀδάπανον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὸ κηρύττω, καὶ νὰ μὴ χρησιμοποιήσω τὸ δικαίωμα ποὺ μοῦ δίνει τὸ εὐαγγέλιον.
19. Ἂν καὶ εἶμαι ἐλεύθερος ἔναντι ὅλων, ὑπεδούλωσα τὸν ἑαυτόν μου εἰς ὅλους διὰ νὰ κερδίσω τοὺς περισσοτέρους,