Καινή Διαθήκη

Πραξεισ Αποστολων 23:1-21 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

1. Ὁ Παῦλος ἔρριξε τὸ βλέμμα του εἰς τὸ συνέδριον καὶ εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ἔζησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἕως σήμερα μὲ τελείως ἀγαθὴν συνείδησιν».

2. Ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας τότε διέταξε ἐκείνους ποὺ ἐστέκοντο πλησίον του νὰ τὸν κτυπήσουν εἰς τὸ στόμα.

3. Ὁ Παῦλος τὸτε τοῦ εἶπε, «Ὁ Θεὸς θὰ κτυπήσῃ σέ, τοῖχε ἀσβεστωμένε· κάθεσαι ἐκεῖ διὰ νὰ μὲ κρίνῃς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, καὶ ὅμως παραβαίνεις τὸν νόμον καὶ διατάσσεις νὰ μὲ κτυπήσουν;».

4. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐστέκοντο πλησίον του εἶπαν, «Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ ὑβρίζεις;».

5. Καὶ ὁ Παῦλος εἶπε, «Δὲν ἐγνώριζα, ἀδελφοί, ὅτι εἶναι ἀρχιερεύς· διότι εἶναι γραμμένον: Νὰ μὴ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου».

6. Ὅταν ὁ Παῦλος ἀντελήφθη ὅτι μία μερὶς ἦσαν Σαδδουκαῖοι καὶ ἡ ἄλλη Φαρισαῖοι, ἐφώναξε εἰς τὸ συνέδριον, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ εἶμαι Φαρισαῖος, υἱὸς Φαρισαίου· διὰ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἐγὼ δικάζομαι».

7. Ὅταν εἶπε αὐτό, ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων καὶ ἐδιχάσθηκε τὸ συνέδριον.

8. — Οἱ μὲν Σαδδουκαῖοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις οὔτε ἄγγελος οὔτε πνεῦμα, οἱ δὲ Φαρισαῖοι παραδέχονται καὶ τὰ δύο. —

9. Ἔγινε θόρυβος μεγάλος καὶ σηκώθηκαν οἱ γραμματεῖς τῆς μερίδος τῶν Φαρισαίων καὶ φιλονεικοῦσαν λέγοντες, «Κανένα κακὸ δὲν βρίσκομε εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. Ἐὰν τοῦ μίλησε κάποιο πνεῦμα ἢ κάποιος ἄγγελος, ἂς μὴ πολεμοῦμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ».

10. Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε μεγάλη φιλονεικία, ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθηκε μήπως διασπαράξουν τὸν Παῦλον καὶ διέταξε τὸ στράτευμα νὰ κατεβῇ, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τῆς βίας καὶ νὰ τὸν φέρουν εἰς τὸν στρατῶνα.

11. Τὴν ἑπομένην νύχτα παρουσιάσθηκε εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε, «Ἔχε θάρρος, Παῦλε. Διότι ὅπως ἐμαρτύρησες γιὰ μένα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πρέπει νὰ δώσῃς μαρτυρίαν καὶ εἰς τὴν Ρώμην».

12. Ὅταν ἐξημέρωσε, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους συνωμότησαν καὶ ὡρκίσθησαν νὰ μὴ φάγουν οὔτε νὰ πιοῦν ἕως ὅτου σκοτώσουν τὸν Παῦλον.

13. Ἦσαν δὲ περισσότεροι ἀπὸ σαράντα ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὴν συνωμοσίαν αὐτήν·

14. καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ εἶπαν, «Ἐδεσμευθήκαμε μὲ ὅρκον νὰ μὴ γευθοῦμε τίποτε, ἕως ὅτου σκοτώσωμε τὸν Παῦλον.

15. Τώρα λοιπὸν σεῖς καὶ τὸ συνέδριον εἰδοποιήσατε τὸν χιλίαρχον νὰ σᾶς τὸν παρουσιάσῃ αὔριον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι θὰ ἐξετάσετε ἀκριβέστερα τὴν ὑπόθεσίν του· ἐμεῖς δὲ πρὶν πλησιάσῃ, θὰ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὸν σκοτώσωμε».

16. Ἀλλ᾽ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Παύλου ἄκουσε τὴν ἐνέδραν, ἐπῆγε εἰς τὸν στρατῶνα, ἐμπῆκε μέσα καὶ τὸ ἀνέφερε εἰς τὸν Παῦλον.

17. Ὁ Παῦλος ἐκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάρχους καὶ τοῦ εἶπε, «Ὁδήγησε αὐτὸν τὸν νέον εἰς τὸν χιλίαρχον, διότι ἔχει νὰ τοῦ πῇ κάτι».

18. Ὁ ἑκατόνταρχος τὸν ἐπῆρε καὶ τὸν ὡδήγησεν εἰς τὸν χιλίαρχον, καὶ εἶπε, «Ὁ Παῦλος ποὺ εἶναι φυλακισμένος μὲ ἐκάλεσε καὶ μοῦ εἶπε νὰ φέρω αὐτὸν τὸν νέον σ᾽ ἐσένα, διότι ἔχει κάτι νὰ σοῦ πῇ».

19. Ὁ χιλίαρχος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως καὶ τὸν ἐρώτησε, «Τί ἔχεις νὰ μοῦ πῇς;».

20. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Οἱ Ἰουδαῖοι συνεφώνησαν νὰ σὲ παρακαλέσουν νὰ φέρῃς τὸν Παῦλον αὔριον εἰς τὸ συνέδριον, μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι θέλουν νὰ μάθουν ἀκριβέστερα γι᾽ αὐτόν.

21. Ἀλλὰ μὴ τοὺς πιστέψῃς διότι τὸν παραμονεύουν περισσότεροι ἀπὸ σαράντα ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ὡρκίσθησαν νὰ μὴ φάγουν οὔτε νὰ πιοῦν, ἕως ὅτου τὸν σκοτώσουν καὶ τώρα εἶναι ἕτοιμοι καὶ περιμένουν τὴν συγκατάθεσίν σου».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Πραξεισ Αποστολων 23