4. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τοὺς ὑπεδέχθη ἡ ἐκκλησία καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι, καὶ ἀνήγγειλαν ὅσα ὁ Θεὸς ἔκανε μὲ αὐτούς.
5. Ξεσηκώθηκαν ὅμως μερικοὶ ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιστέψει, καὶ ἔλεγαν, «Πρέπει νὰ τοὺς περιτέμνουν καὶ νὰ τοὺς παραγγέλλουν νὰ τηροῦν τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως».
6. Τότε ἐμαζεύθηκαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ ζήτημα αὐτό.
7. Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις, ἐσηκώθηκε ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεός, ἀπὸ τὰς πρώτας ἡμέρας, ἐδιάλεξε μεταξύ μας ἐμέ, διὰ νὰ ἀκούσουν οἱ ἐθνικοὶ ἀπὸ τὸ στόμα μου τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστέψουν.