33. καὶ θὰ τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του.
34. Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου.
35. Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ᾽ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι,
36. γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ᾽ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ᾽ ἐμέ».
37. Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ᾽ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ᾽ ἐποτίσαμε;
38. Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ᾽ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ᾽ ἐνδύσαμε;
39. Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ᾽ ἐσέ;».
40. Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σ᾽ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε».
41. Τότε θὰ πῇ καὶ σ᾽ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ᾽ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰωνία φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του,
42. διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ᾽ ἐποτίσατε,
43. ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ᾽ ἐπισκεφθήκατε».
44. Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψᾷς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;».
45. Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε».